Έγγραφο της Κομισιόν για τη «βιομηχανική διαχείριση του άνθρακα» που αναμένεται να δημοσιευθεί άμεσα, θέτει τις βάσεις για να «ανακυκλώνεται» το δεσμευμένο διοξείδιο του άνθρακα σε χημικές διεργασίες ή να χρησιμοποιείται ως ναυτιλιακό και καύσιμο αεριωθούμενων αεροσκαφών, ενώ παράλληλα θα υπολογίζεται το μη εκπεμπόμενο διοξείδιο του άνθρακα στην αγορά άνθρακα του μπλοκ.
Σύμφωνα με το έγγραφο, το οποίο δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί επίσημα, απαιτείται μια προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ «για τη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς βιομηχανικού άνθρακα» ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της Ένωσης για καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050. Το έγγραφο πολιτικής, το οποίο περιγράφει μελλοντικές επιλογές πολιτικής και δε συνιστά νομικές υποχρεώσεις για τις χώρες ή τις επιχειρήσεις της ΕΕ σε αυτό το στάδιο, αναμένεται να παρουσιαστεί μαζί με ένα άλλο έγγραφο πολιτικής για τον κλιματικό στόχο της ΕΕ για το 2040.
Ωστόσο, καθιστά σαφές πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί η μελλοντική πολιτική της ΕΕ για το κλίμα μετά το 2030. Για να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα, «η ΕΕ θα πρέπει να είναι έτοιμη να δεσμεύσει τουλάχιστον 50 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως έως το 2030» και «έως 450 εκατομμύρια τόνους έως το 2050», αναφέρει το έγγραφο. Αυτό θα είναι απαραίτητο για την εξισορρόπηση των «εναπομενουσών εκπομπών» σε τομείς όπως η γεωργία, οι μεταφορές και η βιομηχανία που είναι απίθανο να επιτύχουν πλήρη απαλλαγή από τον άνθρακα μέχρι τότε, υποστηρίζει το έγγραφο.
Επιπλέον, η απομάκρυνση άνθρακα – η απορρόφηση CO2 απευθείας από την ατμόσφαιρα – θα χρειαστεί επίσης μετά το 2050, προκειμένου «να επιτευχθούν αρνητικές εκπομπές στη συνέχεια», προσθέτει. Ο τελικός στόχος, σύμφωνα με το σχέδιο εγγράφου, είναι σαφής: να καταστεί το CO2 ένα «εμπορεύσιμο αγαθό», όπως το φυσικό αέριο, το αργό πετρέλαιο, το βαμβάκι, το σιτάρι ή το κακάο. Το δεσμευμένο διοξείδιο του άνθρακα μπορεί να ανακυκλώνεται σε χημικές διεργασίες ή να χρησιμοποιείται ως ναυτιλιακό και καύσιμο αεριωθούμενων αεροσκαφών, ενώ παράλληλα θα υπολογίζεται το μη εκπεμπόμενο CO2 στην αγορά άνθρακα του μπλοκ.
Απαιτείται συνεπώς μια προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ «για τη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς βιομηχανικού άνθρακα» ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της Ένωσης για καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050. «Μέχρι το 2040, ορισμένες περιφερειακές αλυσίδες αξίας άνθρακα θα πρέπει να καταστούν οικονομικά βιώσιμες για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ, καθώς το CO2 θα καταστεί εμπορεύσιμο αγαθό για αποθήκευση ή χρήση. Αυτές οι αλυσίδες αξίας θα βασίζονται σε μια υποδομή μεταφοράς και αποθήκευσης σε ολόκληρη την ΕΕ, με τους αγωγούς να αποτελούν το κυρίαρχο μέσο μεταφοράς στην ξηρά, επιτρέποντας τη διασυνοριακή μεταφορά του δεσμευμένου CO2 είτε για αποθήκευση ή για χρήση».
Επιλογές πολιτικής για την εμπορία των άνθρακα
Η πιο διαδεδομένη σήμερα μορφή απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα είναι η φύτευση δέντρων, τα οποία απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Υπάρχουν όμως και βιομηχανικές τεχνολογίες, όπως η άμεση δέσμευση και αποθήκευση αέρα (Direct Air Capture and Storage, DACS), όπου γιγάντιοι ανεμιστήρες απορροφούν το CO2 απευθείας από την ατμόσφαιρα και το αποθηκεύουν μόνιμα, ή η τεχνολογία BECCS (Bioenergy with Carbon Capture and Storage).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη αρχίσει να θέτει τα θεμέλια για τις τεχνολογίες αυτές, όταν κατέθεσε to 2023 πρόταση για την πιστοποίηση της απομάκρυνσης άνθρακα που προέρχεται από αυτές. Η πρόταση βρίσκεται τώρα στο τελικό στάδιο του τριμερούς διαλόγου. Για να επιταχύνει την ανάπτυξh τους, η Επιτροπή αναζητά τώρα τρόπους ενσωμάτωσης των τεχνολογιών απορρόφησης άνθρακα στο σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ (ΣΕΔΕ), το οποίο υποχρεώνει περισσότερες από 10.000 βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην Ευρώπη να παραδίδουν μια άδεια για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπει.
Το αναθεωρημένο ΣΕΔΕ «θεσπίζει ήδη τη δυνατότητα μη παράδοσης δικαιωμάτων» για τις εκπομπές CO2 που «θεωρείται ότι έχουν συλλεχθεί και αξιοποιηθεί μόνιμα», επισημαίνει η Επιτροπή στο έγγραφο που πρόκειται να δημοσιευτεί. Επιπλέον, τα καύσιμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα, όπως το πράσινο υδρογόνο, που πληρούν τα πρότυπα της ΕΕ σύμφωνα με την επικαιροποιημένη οδηγία της Ένωσης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, «δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε επιστροφή δικαιωμάτων» στο πλαίσιο του αναθεωρημένου ΣΕΔΕ, προκειμένου «να αποφευχθεί η διπλή καταμέτρηση του ενσωματωμένου άνθρακα», προστίθεται στο έγγραφο.
Για παράδειγμα, τα «ανανεώσιμα συνθετικά καύσιμα» αναμένεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία «ιδίως στον αεροπορικό και τον ναυτιλιακό τομέα», για τους οποίους έχουν τεθεί δεσμευτικοί στόχοι στο πλαίσιο των κανονισμών ReFuelEU για τις αερομεταφορές και FuelEU για τις θαλάσσιες μεταφορές που εγκρίθηκαν πέρυσι, συνεχίζει το έγγραφο. Τέλος, το έγγραφο αναφέρει ότι «η Επιτροπή θα εξετάσει τα οφέλη από τον καθορισμό συγκεκριμένων στόχων για την απομάκρυνση άνθρακα» και θα εξετάσει «έως το 202» πώς αυτό θα πρέπει να «λαμβάνεται υπόψη και να καλύπτεται από την εμπορία εκπομπών». Αυτό θα μπορούσε να γίνει είτε με την πλήρη ενσωμάτωση των απορροφήσεων στο ΣΕΔΕ της ΕΕ είτε με τη δημιουργία ενός «ξεχωριστού μηχανισμού συμμόρφωσης για τις εν λόγω απορροφήσεις που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το ΣΕΔΕ της ΕΕ», αναφέρει το έγγραφο.
Επιφυλάξεις από πράσινες ομάδες
Οι περιβαλλοντικές ομάδες, αν και δεν αντιτίθενται κατ’ αρχήν στη δέσμευση και αξιοποίηση του διοξειδίου του άνθρακα, έχουν πολλές επιφυλάξεις σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα για τέτοιες τεχνολογίες στο μέλλον. Το Carbon Market Watch, μια περιβαλλοντική ΜΚΟ, λέει ότι τα κρίσιμα σημεία σχετικά με τις τεχνικές αξιοποίησης του άνθρακα θα είναι η διατήρηση υψηλών επιπέδων περιβαλλοντικής ακεραιότητας όσον αφορά τη «μονιμότητα» του CO2 που αποθηκεύεται στα τελικά προϊόντα.
«Μόνο ο άνθρακας που δεσμεύεται και αξιοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να δεσμεύεται μόνιμα χημικά και να μην απελευθερώνεται κατά τη χρήση του προϊόντος ή κατά το τέλος της ζωής του θα πρέπει να εκπίπτει από τις υποχρεώσεις παράδοσης», δήλωσε ο Wijnand Stoefs, επικεφαλής πολιτικής για την απορρόφηση άνθρακα στην CMW. Για παράδειγμα, τα προϊόντα που κινδυνεύουν να καούν σε μονάδα αποτέφρωσης αποβλήτων ή να αποσυντεθούν σε χώρους υγειονομικής ταφής δε θα πρέπει να συμπεριληφθούν, επισήμανε, αναφέροντας ως παραδείγματα τα πλαστικά, τα προϊόντα χαρτιού ή τα καύσιμα. Τέτοιου είδους προϊόντα «δεν έχουν θέση σε αυτή τη συζήτηση», επέμεινε ο Stoefs. «Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να επιτρέψουμε άλλο ένα παραθυράκι στο ΣΕΔΕ της ΕΕ, όπου οι εταιρείες παραδίδουν λιγότερα ή καθόλου EUA, επειδή δεσμεύουν άνθρακα για να τον απελευθερώσει κάποιος άλλος που δεν καλύπτεται από το σύστημα».
Όσον αφορά το πράσινο υδρογόνο και τα καύσιμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα, ο Stoefs δήλωσε ότι τα πρότυπα που περιλαμβάνονται στην οδηγία της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι απλώς αρκετά ισχυρά για να διασφαλίσουν υψηλή περιβαλλοντική ακεραιότητα. «Οποιαδήποτε εκπομπή άνθρακα απελευθερώνεται κατά την παραγωγή υδρογόνου θα πρέπει να υπολογίζεται κάπου, και κατά προτίμηση να τιμολογείται».
Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος, σύμφωνα με την CMW, θα ήταν η πλήρης ενσωμάτωση της απορρόφησης άνθρακα στο υφιστάμενο ΣΕΔΕ – κυρίως επειδή αυτό θα αύξανε το ανώτατο όριο εκπομπών, και θα επέτρεπε έτσι στους ρυπαίνοντες να εκπέμπουν περισσότερο, ενώ δεν θα υπήρχε πραγματική μείωση των εκπομπών με τον κίνδυνο να εδραιωθεί ένα σύστημα συμψηφισμού άνθρακα. Η συμπερίληψη της απορρόφησης στο υφιστάμενο ΣΕΔΕ θα εμπόδιζε επίσης την κλιμάκωση των τεχνολογιών μόνιμης απομάκρυνσης, όπως η άμεση δέσμευση και αποθήκευση στον αέρα, οι οποίες τείνουν να είναι δαπανηρές, και θα ευνοούσε «φτηνές» λύσεις όπως το BECCS, προειδοποίησε ο Stoefs.
Γι’ αυτό είπε ότι μια έμμεση σύνδεση με το ΣΕΔΕ θα είχε περισσότερο νόημα – να χρηματοδοτηθούν υψηλής ποιότητας, βιώσιμες και μόνιμες απομακρύνσεις χρησιμοποιώντας τα έσοδα από το ΣΕΔΕ της ΕΕ που προέρχονται για παράδειγμα από το ταμείο καινοτομίας. Η ασφαλέστερη επιλογή όμως, είπε, θα ήταν να δημιουργηθεί ένα ξεχωριστό σύστημα συνολικά. «Είμαστε σθεναρά υπέρ ενός ξεχωριστού μηχανισμού», δήλωσε ο Stoefs, αναφερόμενος στις προτάσεις για τη δημιουργία ενός ξεχωριστού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων απομάκρυνσης άνθρακα εκτός από το ΣΕΔΕ της ΕΕ.
Με πληροφορίες από Euractiv.gr