Αφιέρωμα στο μεταλλείο Σκουριώτισσας Κύπρου

Αφιέρωμα στο μεταλλείο Σκουριώτισσας Κύπρου

Η Μεγαλόνησος (Cyprus) έχει συνδέσει ιστορικά τ’ όνομά της με το χαλκό (cuprous). Η εξόρυξη του χαλκού στην Κύπρο ξεκίνησε πριν το 3000 π.Χ. και οι πρόγονοι του νησιού ήταν αποδεδειγμένα δεινοί μεταλλευτές και επιδέξιοι μεταλλουργοί.

Ιστορικά στοιχεία

Το μεταλλείο της Σκουριώτισσας ή της Φουκάσας, όπως είναι καλύτερα γνωστό μεταξύ των μεταλλωρύχων, είναι ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα μεταλλεία χαλκού της Κύπρου και αναμφίβολα το σημαντικότερο της Αρχαιότητας. Το μεταλλείο βρίσκεται 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας, μεταξύ των χωριών Κατύδατα και Άγιος Γεώργιος, κοντά στο παλαιό μοναστήρι της Παναγίας της Σκουριώτισσας, πάνω στον λόφο της Φουκάσας.

Σήμερα οι πλευρές του λόφου καλύπτονται από τεράστιους σωρούς στείρων υλικών, προϊόντων της σύγχρονης εκμετάλλευσης του κοιτάσματος που άρχισε το 1920 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Επιπρόσθετα η νότια και δυτική πλευρά της Φουκάσας καλύπτονται από τεράστιες συγκεντρώσεις μαύρης κυρίως σκουριάς, προϊόντα εκκαμίνευσης του χαλκούχου μεταλλεύματος από τους αρχαίους για παραγωγή χαλκού.

Η εκμετάλλευση του χαλκούχου κοιτάσματος της Σκουριώτισσας πιθανόν να ανάγεται στη Χαλκολιθική περίοδο. Εάν οι βασικοί τύποι μεταλλεύματος που χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, όπως πιστεύουν οι αρχαιολόγοι και αρχαιομεταλλουργοί, είναι ο αυτοφυής χαλκός και οι ανθρακικές ενώσεις του χαλκού, από τις οποίες εύκολα μπορούσε να παραχθεί μεταλλικός χαλκός με απλή τήξη, τότε η Σκουριώτισσα πρόσφερε τις ιδανικές συνθήκες για παραγωγή των τύπων αυτών του μεταλλεύματος.

Η υψηλή περιεκτικότητα του θειούχου μεταλλεύματος σε χαλκό, η έντονη διάβρωση και οξείδωση του και η γειτνίαση του προς ανθρακικά πετρώματα, όπως είναι ο υφαλογενής ασβεστόλιθος που καλύπτει το βορειοανατολικό και το βορειοδυτικό τμήμα του λόφου, συνέβαλαν στη δημιουργία εκτεταμένων συγκεντρώσεων δευτερογενών ορυκτών χαλκού, περιλαμβανομένων ανθρακικών, όπως μαλαχίτη και αζουρίτη, οξειδίων όπως κυπρίτη και τενορίτη και πολύ πιθανόν αυτοφυούς χαλκού.

Ο αρχαιότερος τύπος σκουριάς που ανευρέθη στις πλαγιές του λόφου είναι κατατεμαχισμένος και έντονα οξειδωμένος σε κόκκινο λαμπερό χρώμα. Εσωτερικά τα τεμάχια της σκουριάς έχουν καφέ προς το μαύρο χρώμα. Το σύνολο σχεδόν των συσσωρεύσεων των σκουριών του τύπου αυτού καλύπτεται από τις νεότερες μαύρες σκουριές και από τα στείρα υλικά της σύγχρονης εκμετάλλευσης.

Στις δυτικές παρυφές του λόφου της Φουκάσας, κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Καρκώτη, βρίσκονται οι αψευδείς μάρτυρες της μακρόχρονης και έντονης εκμετάλλευσης του χαλκούχου κοιτάσματος, οι τεράστιοι σωροί σκουριάς. Σύμφωνα με μελέτη του C. G. Gunther που εγκαταστάθηκε στην περιοχή στις αρχές του 1913 για διεξαγωγή μεταλλευτικών ερευνών, οι σωροί των σκουριών κάλυπταν μια έκταση μήκους 1/2 μιλίου, πλάτους 100-300 ποδιών και πάχους 60 και πλέον ποδιών. Πίσω δε από τους σωρούς της μαύρης σκουριάς υπήρχε μικρότερος σωρός κόκκινης σκουριάς, μέρος του οποίου καλυπτόταν από τη μαύρη σκουριά.

Αρχικά είχε υπολογιστεί ότι η ποσότητα και των δυο τύπων σκουριάς ήταν ένα περίπου εκατομμύριο τόνοι. Μεταγενέστεροι όμως υπολογισμοί απέδειξαν ότι η ποσότητα των σκουριών αυτών ανέρχεται σε 2.000.000 περίπου τόνους, ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 50% των ολικών αποθεμάτων σκουριών που βρέθηκαν συγκεντρωμένες σε 40 περίπου σωρούς σε ολόκληρη την Κύπρο. Εάν ληφθεί υπόψιν ότι, με βάση πρόσφατους υπολογισμούς, η ποσότητα αυτή των σκουριών (4.000.000 τόνοι) αντιστοιχεί προς 200.000 τόνους μεταλλικού χαλκού, συμπεραίνεται ότι από τη Σκουριώτισσα μόνο παρήχθησαν γύρω στους 100.000 τόνους μεταλλικού χαλκού.

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η μέση περιεκτικότητα του μεταλλεύματος της Σκουριώτισσας σε χαλκό είναι 2,5%, υπολογίζεται ότι η ολική ποσότητα μεταλλεύματος που εξορύχθηκε από τους αρχαίους στη διάρκεια της μακράς εκμετάλλευσης του, υπερβαίνει τα 4.000.000 τόνους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα εκτεταμένα επιφανειακά και υπόγεια έργα εκμετάλλευσης που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών της σύγχρονης εκμετάλλευσης. Τα υπόγεια έργα περιελάμβαναν ευθυτενή ή ελικοειδή κεκλιμένα, πηγάδια με σκαλοπάτια, στοές και διάφορα συστήματα γαλαριών.

Το ύψος των γαλαριών κυμαινόταν μεταξύ 1,20 και 1,40 μέτρων, το δε πλάτος ήταν μικρότερο από 60 εκατοστόμετρα, αλλά ήταν ελαφρά πλατύτερο προς το άνω μέρος (ύψος των ώμων) για να διευκολύνει την κίνηση των μεταλλωρύχων που μετέφεραν το μετάλλευμα σε καλάθια στην πλάτη τους. Προς διευκόλυνση της ανάβασης των κεκλιμένων από τους μεταφορείς του μεταλλεύματος, ανασκάπτονταν κοιλώματα στο ύψος της μέσης, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως λαβές. Επιπρόσθετα, κατά μήκος των γαλαριών, στοών και κεκλιμένων, ετοποθετούντο σε ειδικά κατασκευασμένα κοιλώματα λυχνίες λαδιού για φωτισμό. Μέσα στο συμπαγές μετάλλευμα οι διαστάσεις των γαλαριών αυξάνονταν και έφθαναν μέχρι 1,80X1,80 μ.

Συχνά χρησιμοποιούνταν διαφορετικές στοές εισόδου και εξόδου, πράγμα που όχι μόνο διευκόλυνε την κυκλοφορία αλλά βελτίωνε και τον εξαερισμό. Στοές και γαλαρίες μέσα στα εύθρυπτα κοιτάσματα και στο μαλακό ασταθές έδαφος, υποστηρίζονταν από ξυλοδεσία που κατασκευαζόταν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ξυλείας αυτής βρέθηκε σε εξαιρετική κατάσταση, μέρος της δε είχε εμποτισθεί με ψήγματα αυτοφυούς χαλκού. Η εναπόθεση έγινε λόγω μιας πολύπλοκης διεργασίας που περιελάμβανε διάλυση των χαλκούχων ορυκτών από το υπόγειο νερό, χημική αντίδραση του διαλύματος με τη ρητίνη του ξύλου και εναπόθεση του χαλκού ως αυτοφυούς μέσα στο ξύλο. Τα εμποτισμένα αυτά ξύλα χρησιμοποιήθηκαν από την Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία για κατασκευή θαυμάσιων επίπλων.

Στην είσοδο μιας από τις κύριες στοές του μεταλλείου βρέθηκαν μεγάλοι σωροί από θραύσματα αμφορέων των Ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με την περιγραφή του Gunther, αυτός ο παράξενος σωρός κάλυπτε έκταση 4.000 περίπου τετραγ. μέτρων και είχε πάχος τουλάχιστον 6 μέτρων σε ορισμένα σημεία. Η ερμηνεία δε που έδωσε για την παρουσία της τεράστιας ποσότητας των σπασμένων αμφορέων ήταν ότι αυτοί χρησιμοποιούνταν για την άντληση και μεταφορά νερού στην επιφάνεια για να επιτευχθεί η εκμετάλλευση του κοιτάσματος κάτω από τη στάθμη του υπόγειου νερού.

Αργότερα διαπιστώθηκε ότι οι αμφορείς αυτοί χρησιμοποιούνταν για μεταφορά μεν νερού από το εσωτερικό του μεταλλείου, αλλά πλούσιου σε θειϊκό χαλκό και σίδηρο. Το νερό αυτό χυνόταν ακολούθως σε πήλινες σκάφες που βρίσκονταν κοντά στην είσοδο του μεταλλείου και μετά την εξάτμιση συγκεντρώνονταν οι ενώσεις αυτές για χρήση στη φαρμακευτική και ίσως για τήξη και παραγωγή χαλκού.

Χαρακτηριστικά ο διάσημος γιατρός της Αρχαιότητας Γαληνός, που επισκέφθηκε τα μεταλλεία των Σόλων (δηλαδή της Σκουριώτισσας) το 167 μ.Χ. για συλλογή ορυκτών για φαρμακευτική χρήση, περιγράφει στο σύγγραμμα του Περί τῶν ἀπλῶν φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως τον τρόπο σχηματισμού και συλλογής του χάλκανθου (θειϊκού χαλκού): Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, όχι όμως ψηλό, μπροστά στην είσοδο του μεταλλείου. Κι αυτού του δωματίου στον αριστερό τοίχο - που ήταν στα δεξιά των εισερχομένων - είχε ανοιχθεί μια σήραγγα στον συνεχόμενο λόφο, τόσο πλατειά όσο να εγγίζουν τρεις άντρες ο ένας πάνω στον άλλο, και τόσο ψηλή όσο να μπορεί ο πιο ψηλός άνθρωπος να περπατά όρθιος. Κι αυτή η σήραγγα ήταν κατηφορική, όχι όμως μυτερή κι απόκρημνη. Και στο τέλος, που το μήκος της ήταν ως ένα στάδιο [184 μ.], υπήρχε ένας λάκκος γεμάτος πρασινοκίτρινο (ή ανοιχτό πράσινο) νερό και πηχτό, χλιαρό. Και α' όλη την κατάβαση υπήρχε μια ζεστασιά, παρόμοια μ' εκείνη των πρώτων δωματίων των λουτρών, που συνηθίζουν να τα λεν ‛προμαλακτήρια’. Το νερό που μαζευόταν κάθε μέρα ήταν στην ποσότητα ως οκτώ ρωμαϊκούς αμφορείς, που κατέβαινε σε μικρές σταγόνες στις είκοσι τέσσερις ώρες της ημέρας και της νύχτας από τον διάτρητο λόφο. Το νερό τώρα τούτο το μετέφεραν μερικοί σκλάβοι και το έβαζαν σε τετράγωνες σκάφες πήλινες στο δωμάτιο που βρισκόταν μπροστά στην είσοδο του μεταλλείου, και μέσα α' αυτές σε λίγες μέρες έπηζε και γινόταν χάλκανθος. Μα εμένα, όσες φορές κατέβηκα στο τέλος της σήραγγας, όπου μαζευόταν το χλιαρό και πρασινοκίτρινο νερό, σαν να μου έφερνε η μυρωδιά του αέρα, που μύριζε χαλκίτιν και σκουριά του χαλκού, μια πνιγούρα και μια δυσφορία. Και τα ίδια σου έφερνε και το νερό άμα το γευόσουν. Αυτά λοιπόν. Κι οι σκλάβοι, γυμνοί και τρεχάτοι, έφερναν πάνω τους αμφορείς και δεν άντεχαν να μείνουν περισσότερο χρόνο παρά γρήγορα ανηφόριζαν. Κι από τη μια κι από την άλλη μεριά του τοίχου της σήραγγας, όπου ήταν αναμμένοι λύχνοι κατά συμμετρικά διαστήματα, ούτε κι αυτοί έμεναν πολλή ώρα, παρά έσβηναν πολύ γρήγορα. Κι αυτή η σήραγγα έμαθα από δαύτους πως είχε ανοιχτεί λίγο-λίγο σε πολλά χρόνια. "Κι αυτό δα το πρασινοκίτρινο νερό, που τώρα βλέπεις», μου είπαν, «να κατεβαίνει από το λόφο στο λάκκο, συνηθίζει να λιγοστεύει σιγά-σιγά κι άμα κοντεύει να λείψει, πάλι οι σκλάβοι σκάβουν από κάτω το λόφο συνέχεια». Και λεν πως πριν κάποτε έπεσε ολόκληρη η σήραγγα και τους σκότωσε όλους αυτούς και χάλασε κι όλη η διάβαση. Άμα λοιπόν συμβεί αυτά, αφού βγάλουν πάλι άλλη τρύπα, σκάβουν ώσπου να παρουσιαστεί το νερό. (Μετάφραση Κ. Χατζηϊωάννου, ΑΚΕΠ. τόμος Β', σσ. 406-408).

Εκτός από τον χάλκανθο, ο Γαληνός κατά την επίσκεψη του στους Σόλους πήρε διάφορα άλλα ορυκτά για παρασκευή διαφόρων φαρμάκων όπως καδμεία, σπόδιον, (ορυκτό τενορίτης, οξείδιο του χαλκού), πομφόλυγα (ορυκτό ψευδαργύρου), χαλκίτιν, μίσυ (χαλκοπυρίτη), σώρυ (θειικό σίδηρο), και διφρυγές. Ειδικά για το τελευταίο αναφέρει: ἐκόμισα δέ καί τούτου τοῦ φαρμάκου πολύ τό πλῆθος ἐκ τῶν ἐν Κύπρῳ Σόλων, ἔνθα τό μέταλλον ἐστίν, ὡς ὑπό σταδίων τῆς πόλεως τριάκοντα.

Παρόλο ότι ο Γαληνός δεν αναφέρεται άμεσα στην παραγωγή χαλκού, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στα μεταλλεία των Σόλων, εντούτοις, περιγράφοντας τον τρόπο παραγωγής καδμείας, ενός ορυκτού άγνωστης σύστασης, το οποίο δεν μπορεί να συσχετισθεί με το κάδμιο, διότι το τελευταίο μόνο ως ίχνη βρίσκεται στα χαλκούχα κοίτασμα τα της Κύπρου, αναφέρεται σε εκκαμίνευση και παραγωγή χαλκού.

Πλην του Γαληνού, αναφορά στο μεταλλείο της Σκουριώτισσας γίνεται και από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του Περί λίθων διαφορᾶς. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι χρυσίου μετάλλων ὅρος ἡ Βούκασα, ἤ καί διακειμένη εἰς πόδοσιν τοῦ Τρογόδου, καί ἐπιβλέπει ἐπί τά βορειότερα μέρη τῆς νήσου, κατά θάλατταν δέ, γίνεται δυτικώτερον αὐτῆς έχει δέ διαφοράς μετάλλων καθώς διηγήσατο, φησί, χρυσίου και ἀργυρίου καί χαλκοῦ, στυπτηρίας σχιστῆς καί λευκῆς, καί ἀληθινῆς στυπτηρίας, καί σῶρυ, τό προζύμιον τοῦ χρυσαρίου, καί μίσυ καί ὁ χαλκίτις, καί ἄλλα διάφορα μέταλλα.

Credits: George konstantinou - Cyprus Wildlife tours

Η νεότερη ιστορία του Μεταλλείου

Η νεότερη ιστορία του μεταλλείου της Σκουριώτισσας αρχίζει το 1912 με την άφιξη στην Κύπρο του Αμερικανού μεταλλειολόγου Charles Godfrey Gunther. Ο Gunther, εκπροσωπώντας τους Αμερικανούς επιχειρηματίες Seeley W. Mudd και Philip Wiseman, ανέλαβε τη διεξαγωγή μεταλλευτικών ερευνών για εντοπισμό πλουσίων κοιτασμάτων χαλκού στην Κύπρο. Μετά την εξέταση όλων σχεδόν των γνωστών περιοχών όπου υπήρχαν ενδείξεις θειούχου μεταλλοφορίας, δηλαδή οξειδώσεις και συγκεντρώσεις αρχαίων σκουριών χαλκού, όπως η Λίμνη, ο Μαθιάτης, ο Λυθροδόντας, η Αγροκήπια, το Μιτσερό, η Φουκάσα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πλέον ελπιδοφόρα περιοχή ήταν η τελευταία. Το 1914 άρχισε την ανόρυξη των πρώτων γεωτρήσεων με γεωτρύπανο που εισήγαγε από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το πλούσιο μετάλλευμα, με περιεκτικότητα 3% περίπου χαλκό, εντοπίσθηκε στην 9η γεώτρηση. Δυο χρόνια αργότερα, το 1916, ιδρύθηκε η Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία (Cyprus Mines Corporation), γνωστή με τα αρχικά C.M.C. (αμερικανικής ιδιοκτησίας), για εκμετάλλευση του εντοπισθέντος κοιτάσματος. Λόγω όμως της έναρξης του Α' Παγκοσμίου πολέμου, διεκόπησαν οι εργασίες και ιδιαίτερα το γεωτρητικό πρόγράμμα, το οποίο επανάρχισε το 1919. Μέχρι το 1920, που άρχισε περιορισμένης κλίμακας εκμετάλλευση του κοιτάσματος, ανορύχθηκαν 47 γεωτρήσεις. Το 1921 αρχίζει η συστηματική εκμετάλλευση του και το 1923 γίνεται η πρώτη εξαγωγή χαλκούχων σιδηροπυριτών, η οποία συνεχίστηκε μέχρι την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή μεταξύ του 1920 και του 1940, παρήχθησαν και εξήχθησαν 2.867.308 τόνοι χαλκούχων σιδηροπυριτών.

Προς μερική επεξεργασία του εξορυσσόμενου συμπαγούς μεταλλεύματος εγκαθίσταται στην περιοχή μονάδα θραύσης και λειοτρίβησης. Το 1927, μετά την καταστροφή της από πυρκαγιά, εγκαθίσταται νέα και μεγαλύτερη μονάδα σε τοποθεσία παρά τις εκβολές του Ξερού ποταμού, όπου κατασκευάζονται επίσης αποβάθρα και άλλες εγκαταστάσεις για εξαγωγή του μεταλλεύματος. Το 1933 ανεγείρεται στην ίδια περιοχή το πρώτο εργοστάσιο κυάνωσης για επεξεργασία του πλούσιου χρυσοφόρου ορίζοντα του κοιτάσματος, της γνωστής «λάσπης του διαβόλου», για παραγωγή χρυσού και αργύρου. Ένα χρόνο αργότερα λειτουργεί και το πρώτο εργοστάσιο εμπλουτισμού του θειούχου μεταλλεύματος για παραγωγή συμπυκνωμάτων χαλκού και καθαρού σιδηροπυρίτη.

Η περιοχή του Ξερού με τα εργοστάσια εμπλουτισμού, άλλες μεταλλευτικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις φορτώσεων και εξαγωγών, εξελίσσεται σταδιακά σε μια ευημερούσα πολίχνη με πληθυσμό που το 1931 ανήρχετο σε 454 κατοίκους (408 Ελληνοκυπρίους και 46 Τουρκοκυπρίους) και λίγο πριν από την εισβολή και καταστροφή του 1974 έφθασε στους 625. Κατά την περίοδο μεταξύ 1933 και 1942 γίνεται εντατική εκμετάλλευση του χρυσοφόρου και αργυροφόρου ορίζοντα της Σκουριώτισσας. Συνολικά εξορύσσονται 118.343 τόννοι μεταλλεύματος, από την επεξεργασία του οποίου στο εργοστάσιο κυάνωσης παρήχθησαν 59.868 ουγγίες χρυσού (1.862 κιλά) και 390.401 ουγγιές (12.142 κιλά) αργύρου. Παράλληλα με την παραγωγή χαλκούχων σιδηροπυριτών, χρυσού και αργύρου, παράγεται και μικρή ποσότητα ιζημάτων χαλκού από την αξιοποίηση του πλούσιου σε χαλκό νερού που ρέει από τις στοές του μεταλλείου. Συνολικά κατά το χρονικό διάστημα 1927-1943 παρήχθησαν 279 τόνοι ιζημάτων χαλκού.

Αφιέρωμα - Παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος - Ο δρόμος προς την αειφορία

Το μεταλλείο Σκουριώτισσας μετά το 1974

Μετά τον πόλεμο του 1974 το μεταλλείο της Σκουριώτισσας παραμένει σε αδράνεια σε αντίθεση με το γειτονικό Μαυροβούνι που επαναλειτούργησε το 1945. Το 1960 αρχίζουν οι εργασίες για την εκμετάλλευση με τη μέθοδο της επιφανειακής αποκάλυψης, των εναπομεινάντων αποθεμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών, που ανέρχονταν σε 4 σχεδόν εκατομμύρια τόνους. Προς το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ένας τεράστιος ελλειψοειδής κρατήρας στο κέντρο περίπου του λόφου από τον οποίο εξορύχθηκαν, μεταξύ 1961 -1973, 3.920.038 τόνοι μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα χαλκού 2,25% και θείου 48%. Αμέσως μετά τη συμπλήρωση της εκμετάλλευσης του κοιτάσματος της Σκουριώτισσας, άρχισε η εκμετάλλευση της μεταλλοφόρου ζώνης, που βρίσκεται περί τα 300 μέτρα δυτικά, γνωστής ως «Φοίνιξ».

Δυστυχώς οι εργασίες διεκόπησαν ένα χρόνο αργότερα λόγω της τουρκικής εισβολής και της κατάληψης των ειδικών εγκαταστάσεων εμπλουτισμού του μεταλλεύματος στον Ξερό. Κατά τη μικρή αυτή χρονική περίοδο της λειτουργίας του νέου μεταλλείου «Φοίνιξ», εξορύχθησαν 1.019.597 τόνοι χαλκούχου μεταλλεύματος με περιεκτικότητα 0,8% χαλκό. Για τον εμπλουτισμό της χαμηλής περιεκτικότητας μεταλλεύματος του, στο οποίο ο χαλκός απαντάται κυρίως υπό μορφή οξειδίων και όχι θειούχων ενώσεων, όπως στα άλλα κοίτασμα τα της Κύπρου, είχε αναπτυχθεί, μετά από μακρόχρονες έρευνες, ειδική μέθοδος.

Προς τον σκοπό αυτό ανεγέρθη νέο εργοστάσιο στον Ξερό, γνωστό ως «Εργοστάσιο Εμπλουτισμού με τη Μέθοδο της Εκχύλισης με Υψηλή Πίεση (High Pressure Leaching Plant)». To φιλόδοξο αυτό σχέδιο, που απέβλεπε στην εκμετάλλευση 12.000.000 τόνων χαλκούχου μεταλλεύματος με περιεκτικότητα 0,6% χαλκού, δυστυχώς διεκόπη βίαια το 1974 και το ειδικό εργοστάσιο εμπλουτισμού κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα και κατεστράφη. Το 1979, ως αποτέλεσμα της ανόδου της τιμής του χρυσού στη διεθνή αγορά, η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, στην οποία παραχωρήθηκε από την κυβέρνηση η μεταλλευτική μίσθωση της περιοχής το 1975, επανήρχισε την εξόρυξη χρυσοφόρου μεταλλεύματος για παραγωγή συμπυκνωμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών πλούσιων σε χρυσό και άργυρο. Το χαλκοφόρο αυτό μετάλλευμα, με μέση περιεκτικότητα 1,1% γραμμάρια ανά τόνο (gr/t), αποτελεί μέρος της οξείδωσης της ζώνης του κοιτάσματος «Φοίνιξ».

Μεταξύ 1979-1982 εξορύχθηκαν 498.323 τόνοι μεταλλεύματος, το οποίο ακολούθως μετεφέρθη στο εργοστάσιο εμπλουτισμού θειούχων μεταλλευμάτων της Εταιρείας στο Μιτσερό. Από την ποσότητα αυτή παρήχθησαν 1.402 τόνοι συμπυκνωμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών με μέση περιεκτικότητα 400 gr/t χρυσού και 1.200 gr/t αργυρού. Δηλαδή οι ολικές ποσότητες χρυσού και αργύρου που παρήχθησαν και εξήχθησαν κατά την περίοδο αυτή ήταν 561 κιλά και 1.682 κιλά, αντιστοίχως. Παράλληλα, από το 1981 άρχισε και συνεχίζεται η παραγωγή ιζήματος χαλκού με τη μέθοδο της επί τόπου εκχύλισης (in situ leaching) τόσο από το μεταλλείο «Φοίνιξ» όσο και από τη Σκουριώτισσα (βλέπε λήμμα μεταλλεία - μετάλλευμα). Με τη μέθοδο αυτή παρήχθησαν, μεταξύ 1981 και 1988, 10.281 τόνοι ιζήματος χαλκού με μέση περιεκτικότητα χαλκού 50-55%.

Το 1985 άρχισε η εγκατάσταση στην περιοχή των μεταλλείων νέας μονάδας εμπλουτισμού για συνέχιση της εκμετάλλευσης του χαμηλής περιεκτικότητας κοιτάσματος «Φοίνιξ», του οποίου τα αποθέματα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι της τάξεως των 12.000.000 τόνων με μέση περιεκτικότητα 0,6% χαλκό. Η Σκουριώτισσα ήταν το μόνο μεταλλείο χαλκούχων σιδηροπυριτών της Κύπρου όπου, πλην των μετάλλων χαλκού, χρυσού και αργύρου, έγινε εκμετάλλευση και καθαρού θείου (θειαφιού). Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το 1927 στο επίπεδο των 279 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (δηλαδή σε βάθος 115 μέτρων περίπου) ανακαλύφθηκε φακός ή ζώνη θειαφιού καλής ποιότητας. Η περιεκτικότητα της σε θείο ήταν 87%, σε χρυσό 10 gr/t και σε άργυρο 34 gr/t.

Γενικά η ζώνη του θειαφιού ήταν συνδεδεμένη με τον χρυσοφόρο ορίζοντα «λάσπη του διαβόλου», από την εκμετάλλευση του οποίου παρήχθη επίσης θειάφι ως υποπροϊόν, με μέση περιεκτικότητα 30% περίπου. Το ακάθαρτο μετάλλευμα εμπλουτιζόταν με τη μέθοδο της επίπλευσης στο εργοστάσιο εμπλουτισμού των χαλκούχων σιδηροπυριτών της εταιρείας στον Ξερό. Το τελικό προϊόν, που περιείχε 96% θειάφι, διετέθη επιτοπίως για χρήση στη γεωργία.

Τη διαχείριση του μεταλλείου έχει η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (Hellenic Copper Mines) η οποία ιδρύθηκε το 1995 κατασκευάζοντας το σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής καθόδων χαλκού. Η παραγωγική ζωή της ξεκίνησε τον Ιούνη του 1996 και είναι η μοναδική παραγωγική μεταλλευτική εταιρεία που διαθέτει η Κύπρος και παράγει μεταλλευτικά προϊόντα. Συγχρόνως, με την εκμετάλλευση του χαλκού, εξορύσσονται και θειούχα μεταλλεύματα χαλκού, και κυρίως σιδηροπυρίτης. Αν και η είσοδος απαγορεύεται στο κοινό, στο Μεταλλείο Σκουριώτισσας διοργανώνονται κατά καιρούς διάφορες εκδηλώσεις (συναυλίες-παραστάσεις). 

Με πληροφορίες από cyprus.terrabook.com και www.polignosi.com

Success Stories
foolwo rawmathub.gr on Google News
Image

Έγκυρη ενημέρωση για την αξιακή αλυσίδα των raw materials

NEWSLETTER