Μια νέα διεθνής μελέτη από ομάδα ερευνητών του Πανεπιστημίου της Coimbra εντόπισε τους κινδύνους που επιφέρει η μόλυνση του γλυκού νερού και των οικοσυστημάτων του από τα νανοπλαστικά και τα μέταλλα.
Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Coimbra (UC) ανέφερε ότι η τελευταία της μελέτη παρουσιάζει «τις πιθανές επιπτώσεις που προκαλούνται από αυτή τη συνδυαστική ρύπανση του γλυκού νερού λόγω των σημαντικών συγκεντρώσεων νανοπλαστικών και μετάλλων, καταλήγοντας επίσης στο συμπέρασμα ότι η αντιδραστικότητα της επιφάνειας των νανοπλαστικών, διευκολύνει την προσρόφηση μετάλλων, ενισχύοντας έτσι τις επιπτώσεις που προκαλούν τα μέταλλα στους υδρόβιους μύκητες».
Με τίτλο «Τα νανοπλαστικά ρυθμίζουν τις κυτταρικές και φυσιολογικές αποκρίσεις των υδρόβιων μυκήτων στα μέταλλα», η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα ερευνητών από τη Σχολή Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου της Coimbra (FCTUC), σε συνεργασία με το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Harcourt Butler (Ινδία) και το Πανεπιστήμιο Konkuk (Νότια Κορέα), δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Environmental Pollution.
Η Juliana Barros, η κύρια συγγραφέας της μελέτης, είπε πώς «υπήρξε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την κατανόηση των συνδυαστικών επιπτώσεων των ρύπων στους έμβιους οργανισμούς, αφού η συνύπαρξη τους είναι μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Τα νανοπλαστικά είναι πλαστικά θραύσματα μεγέθους μικρότερου από 1.000nm, περίπου στο μέγεθος ενός ιού, τα οποία συνήθως προέρχονται από τις βιομηχανίες φαρμακευτικών, καλλυντικών και προϊόντων καθαρισμού».
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, το γλυκό νερό είναι ιδιαίτερα ευάλωτο σε ρύπους, «δεδομένου ότι χρησιμεύει ως η κύρια διεπαφή μεταξύ χερσαίων και υδάτινων σωμάτων» και ως εκ τούτου είναι «συχνά πιο ευαίσθητο στις δυσμενείς επιπτώσεις των συγκεκριμένων ρύπων. Οι δραστηριότητες εξόρυξης συμβάλλουν στην εμφάνιση μετάλλων στα συστήματα γλυκού νερού, που οδηγεί στη συνύπαρξη μετάλλων με αναδυόμενους ρύπους, όπως τα νανοπλαστικά».
Σε μικρά υδάτινα ρεύματα, η αποσύνθεση της οργανικής ύλης είναι μια κρίσιμη διαδικασία, υπεύθυνη για τη μεταφορά ενέργειας και θρεπτικών συστατικών μέσω της τροφικής αλυσίδας», προσθέτει η μελέτη, εξηγώντας ότι «οι υδρόβιοι hyphomycetes είναι οι κύριοι διαμεσολαβητές αυτής της διαδικασίας. Αυτοί οι μύκητες είναι σε θέση να τροποποιήσουν τα ανθεκτικά συστατικά της φυτικής ύλης, βελτιώνοντας έτσι τη γευστικότητα και τη θρεπτική της ποιότητα για κατανάλωση από ασπόνδυλα».
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, πραγματοποιήθηκε εργαστηριακός έλεγχος με συγκεντρώσεις νανοπλαστικών κοντά στις πραγματικές μετρήσεις, με δύο τύπους νανοπλαστικών: κανονικό πολυστυρένιο και καρβοξυλικά. Η δοκιμή κατέστησε δυνατή τη μελέτη «των συνδυασμένων επιδράσεων τους με το χαλκό στις κυτταρικές διεργασίες και την ανάπτυξη ενός κοινού και ευρέως διαδεδομένου υδρόβιου μύκητα (Articulospora tetracladia).
«Τα νανοπλαστικά, ο χαλκός και η συνεργιστική τους δράση στον υδρόβιο μύκητα Articulospora tetracladia, μπορεί να οδηγήσουν σε οξειδωτικό στρες και ρήξη της πλασματικής του μεμβράνης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έκθεση σε διεργασίες που περιείχαν νανοπλαστικά σε συνδυασμό με χαλκό, έδειξε εντονότερη αρνητική κυτταρική απόκριση και κατέστειλε την ανάπτυξη του μύκητα».
Οι προειδοποιήσεις για τη ρύπανση που προκαλείται από μικρο/νανοπλαστικά είναι κοινός τόπος εδώ και χρόνια. Νωρίτερα φέτος, μια μελέτη, που πραγματοποιήθηκε επίσης στο Πανεπιστήμιο της Coimbra, κατέδειξε ότι τα μικροπλαστικά σε υδάτινα συστήματα συσσωρεύουν επικίνδυνα βακτήρια, ανθεκτικά στα αντιβιοτικά.
Με πληροφορίες από portugalresident.com