Άδηλο παραμένει το μέλλον της ΛΑΡΚΟ, τέσσερα χρόνια μετά την υπαγωγή της σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, διάστημα στο οποίο το ελληνικό Δημόσιο έχει πληρώσει για πρόστιμα και επιδοτήσεις 108 εκατ. ευρώ. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ (από την ειδική διαχείριση) και μίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού Δημοσίου (από το ΤΑΙΠΕΔ) στην κοινοπραξία ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ Α.Ε - AD Holdings AG, που αναδείχθηκε προτιμητέος επενδυτής των δύο παράλληλων διαγωνισμών στις 25 Ιανουαρίου 2023, έχει «παγώσει» έπειτα από προσφυγή αίτησης ακύρωσης στο ΣτΕ από την ιρλανδική εταιρεία CMI.
Η εκδίκαση της αίτησης, που είχε οριστεί για τις 10 Οκτωβρίου 2023, αναβλήθηκε λόγω της μεσολάβησης των εθνικών εκλογών και παραπέμφθηκε για τις 12 Δεκεμβρίου 2023. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, εάν δηλαδή δεν υπάρξει νέα δικαστική αναβολή και η απόφαση του ΣτΕ δεν ανατρέψει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, θα απαιτηθεί μία ακόμη παράταση της ειδικής διαχείρισης για να ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης και επιπλέον χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το καθεστώς ειδικής διαχείρισης -μετά την τελευταία, από τις πολλές παρατάσεις που δόθηκαν με υπουργική απόφαση τον Μάρτιο 2023- λήγει στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Με την ίδια απόφαση του υπουργείου Οικονομικών παρατάθηκε και η παραμονή των εργαζομένων της εταιρείας έως τα τέλη του 2023, με την αμοιβή τους να χορηγείται ουσιαστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού το εργοστάσιο έχει τεθεί εκτός λειτουργίας από τον Ιούλιο του 2022. Ο «πέλεκυς» των κρατικών ενισχύσεων (135,8 εκατ. ευρώ πλέον τόκων) εξακολουθεί να επικρέμεται πάνω από την εταιρεία, ενώ το ελληνικό Δημόσιο άρχισε ήδη να πληρώνει πρόστιμα για τη μη ανάκτηση τους.
Σύμφωνα με ενημερωτικό έγγραφο του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, το Δημόσιο έχει ήδη καταβάλει πρόστιμα δύο εξαμήνων -ήτοι 8,7 εκατ. ευρώ- και επίκειται η καταβολή του προστίμου των 4,368 εκατ. ευρώ για το τρίτο εξάμηνο, ενώ έχει καταβληθεί και το κατ’ αποκοπή πρόστιμο των 5,5 εκατ. ευρώ στην Κομισιόν. Οι ελληνικές αρχές, σύμφωνα με το ενημερωτικό έγγραφο, στο πλαίσιο της συνεχούς ενημέρωσης της Κομισιόν για την πορεία της ιδιωτικοποίησης, έχουν ζητήσει επιβεβαίωση ότι η διαδικασία πώλησης (όπως εφαρμόζεται) συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της απόφασης του 2014 της DG Comp για τη δομή της πώλησης, που προέβλεπε ότι δεν προκύπτουν ζητήματα οικονομικής συνέχειας -ότι δηλαδή οι κρατικές ενισχύσεις δε θα επιβαρύνουν το νέο επενδυτή.
«Η παροχή της επιβεβαίωσης αυτής ζητείται από τις ελληνικές αρχές μέσω ενός comfort letter, με οποιαδήποτε μορφή. Επί του αιτήματος αυτού δεν έχει ακόμη απαντήσει η DG Comp», αναφέρει χαρακτηριστικά το ενημερωτικό σημείωμα του Κωστή Χατζηδάκη. Το ΔΕΕ έχει εκδώσει δύο αποφάσεις εις βάρος της Ελλάδας για την υπόθεση της ΛΑΡΚΟ, την πρώτη τον Νοέμβριο του 2017, όπου καταδικάζει την Ελλάδα για μη συμμόρφωση με την απόφαση ανάκτησης των παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων (υπόθεση C481/16) και τη δεύτερη τον Ιανουάριο του 2022 με την οποία επιδικάζει, λόγω της μη συμμόρφωσης, πρόστιμο εις βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (κατ’ αποκοπή ποσό ύψους 5.500.000 ευρώ) και χρηματική ποινή ανά εξάμηνο καθυστέρησης μέχρι την πλήρη εκτέλεση της απόφασης (ύψους 4.368.000 ευρώ) (υπόθεση C- 51/20 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας).
Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, το ελληνικό Δημόσιο έχει καταβάλει από το Φεβρουάριο του 2020 που η ΛΑΡΚΟ τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, το συνολικό ποσό των 94.345.149 ευρώ. Σύμφωνα με δοκίμιο με τίτλο «Η ΛΑΡΚΟ και οι φορολογούμενοι» των Γεωργίου Κ. Μπήτρου και Κωνσταντίνου Σαραβάκου, του Οικονομικού Πανεπιστημίου αθηνών, το δημοσιονομικό κόστος στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το 1989 έως το 2019 ανήλθε σε 3,62 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές ή σε 5,77 δισ. ευρώ, σε σταθερές τιμές 2015. Επιπλέον, πριν μπει σε ειδική διαχείριση, είχε περίπου 480 εκατ. ευρώ σε ληξιπρόθεσμες οφειλές, κυρίως προς τη ΔΕΗ.
Από την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, πάντως, φαίνεται ότι η αιμοδοσία της ΛΑΡΚΟ από το ελληνικό Δημόσιο θα συνεχιστεί, καθώς παρατείνεται το καθεστώς αβεβαιότητας και μαζί το ενδεχόμενο ενός οριστικού ενταφιασμού των πλούσιων κοιτασμάτων σιδηρονικελίου της χώρας.
Το σιδηρονικέλιο αποτελεί την πρώτη ύλη παραγωγής νικελίου, που είναι το πιο σημαντικό μεταλλικό στοιχείο στην κατασκευή μπαταριών. Με δεδομένη τη στροφή της αυτοκινητοβιομηχανίας στην ηλεκτροκίνηση, αλλά και τη συνεχή ανάπτυξη της ζήτησης για αποθήκευση ενέργειας, η ζήτηση έχει αυξηθεί σημαντικά και εκτιμάται ότι θα παραμείνει μακροπρόθεσμα ισχυρή. Μοιάζει με ειρωνεία, αλλά η δραστηριότητα της παραγωγής του σιδηρονικελίου στη χώρα και των εν δυνάμει παραγώγων του, όπως το κοβάλτιο, σταμάτησε τη στιγμή που τα έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε, αφού αναδεικνύονται σε στρατηγικής και γεωπολιτικής σημασίας πρώτες ύλες.
Με πληροφορίες από εφημερίδα Η Καθημερινή, 21/11/2023