Η γαλλική λέξη crayon έχει καταγωγή από την Κρήτη

Η γαλλική λέξη crayon έχει καταγωγή από την Κρήτη

Ο Δρ. Εμμανουήλ Μανούτσογλου, Καθηγητής της Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης, εξηγεί τη σύνδεση της κρητικής γης με τον Γαληνό, τον Da Vinci, το Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο και τον Aldrovandi. Πόσες γυναίκες αλήθεια θα πίστευαν, στο πρώτο άκουσμα, ότι η γαλλική λέξη crayon, που περιγράφει το συγκεκριμένο προϊόν καθημερινής χρήσης έχει καταγωγή από την Κρήτη;

Η ώχρα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε φυσική χρωστική ουσία με προέλευση από τη γη, αδιάλυτης στο νερό, η οποία εμφανίζει κόκκινες, πορτοκαλί, κίτρινες, μωβ και καφέ αποχρώσεις και περιέχει σχετικά αυξημένες ποσότητες οξειδίου του σιδήρου (αιματίτη, Fe2O3) ή υδροξειδίου του σιδήρου (γκαιτίτη, α-FeOOH). Οι σιδηρούχες ώχρες επικράτησαν διαχρονικά σε σχέση με το κιννάβαρι (κόκκινη χρωστική ουσία από θειούχο ορυκτό του υδραργύρου). 

Η χρήση της ώχρας εντοπίζεται στην προϊστορία (σχεδόν 500.000 χρόνια πριν) ωστόσο παρόλο που το υλικό χρησιμοποιούνταν από τους Αιγύπτιους, τους Βαβυλώνιους και τους αρχαίους Έλληνες, για μεγάλο χρονικό διάστημα έμενε στην αφάνεια, μέχρι που την κατονόμασε και την περιέγραψε για πρώτη φορά ο Θεόφραστος στο σύγγραμμα του «Περί λίθων», το πρώτο γραπτό τεκμήριο που περιγράφει αναλυτικά τα ορυκτά και τις χρήσεις τους. 

Στο τέλος του 15ου αιώνα, Ευρωπαίοι καλλιτέχνες πρόσθεσαν «φυσική κόκκινη κιμωλία» –μη επεξεργασμένη κόκκινη ώχρα– στην περιορισμένη επιλογή τους από φυσικές κιμωλίες ως ένα νέο και μοναδικό υλικό σχεδίασης, που οδήγησε σε επαναστατικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης. Την εισαγωγή της φυσικής κόκκινης κιμωλίας την απέδωσαν στον Leonardo da Vinci (1452-1519), ο οποίος φέρεται να τη χρησιμοποιεί ως μέσο σχεδίασης ήδη από το 1473. Φυσικά δεκάδες άλλοι καλλιτέχνες την υιοθέτησαν επίσης ως μέσο σχεδίασης, μεταξύ αυτών ο Botticelli (1445 -1510) και ο Michelangelo (1474-1564).

Η κιμωλία (chalk) αρχικά αναφερόταν στη φυσική λευκή κιμωλία από το ορυκτό ασβεστίτη, το όνομα της οποίας προέκυψε από την ελληνική λέξη για την κιμωλία creta. Αυτοί που αναφέρουν και περιγράφουν τη λέξη είναι κυρίως ο Βιτρούβιος (80-15 π.Χ.), ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 µ.Χ.) και ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (560-636 µ.Χ.). Η κιμωλία η οποία χρησιμοποιήθηκε στην Αναγέννηση είναι κρητική γη και προέρχεται από τη λέξη creta. Η «Κρητική γη» (Creta, δηλαδή λευκός πηλός κεραμικής) πήρε το όνομά της από την Κρήτη, όπου βρίσκεται το καλύτερο είδος. Η Cimolia είναι λευκή κρητική γη…

Από λειτουργική άποψη, ο όρος «κιμωλία» χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά από διάφορες ομάδες τεχνιτών, επιστημόνων και καλλιτεχνών για να περιγράψει μια ποικιλία από πετρώματα μειωμένης σκληρότητας, με κοινό χαρακτηριστικό να μπορούν να αποσπαστούν σε μικρά κομμάτια και να χρησιμοποιηθούν είτε για σχεδίαση και ζωγραφική, ή για γραφή.

Στο βιβλίο των βοτάνων του Adam Lonitzer (Kreuterbuch), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1578, απεικονίζονται για πρώτη φορά κάποια κόκκινα στικάκια κωνικού σχήματος, οι κόκκινες κιμωλίες, τις οποίες ο ίδιος ανέφερε ως Rubrica fabrilis (φυσική κόκκινη κιμωλία). 

Στην Ιταλία η φυσική κόκκινη κιμωλία περιγραφόταν με διάφορα ονόματα, όπως creta rubea (κόκκινη κιμωλία), lapis rosso (κόκκινη πέτρα), rubrica terra (κόκκινη γη), amatita della rossa (κόκκινη κιμωλία αιματίτη) και matita rossa (μολύβι κιμωλίας αιματίτη). Στη Γερμανία αντίστοιχα, ήταν γνωστή ως Blutstein (αιματόπετρα), Rötel/rote Kredie (κόκκινη κιμωλία), Rotstiſt (κόκκινο μολύβι), Rothstein/Rottelstein (κόκκινη πέτρα). 

Στη Γαλλία, η φυσική κόκκινη κιμωλία αναφερόταν ως craye, craie και croye, καθεμία προερχόμενη από την λατινική λέξη για την κιμωλία, creta. Η γαλλόφωνη αρχή του 17ου αιώνα l'Académie Françoise όρισε το crayon ως το όνομα ενός μολυβιού με ένα κομμάτι κιμωλίας (κραγιόν < γαλλική crayon < craie < λατινική creta). Το μολύβι κιμωλίας τοποθετούνταν σε υποδοχέα που αρχικά ήταν κατασκευσμένος είτε από καλάμι ή από φτερά χήνας. Μεταλλικές εκδοχές θήκης κιμωλίας περιγράφηκαν από τα τέλη του 17ου αιώνα και ήταν γνωστές ως matitatoio στην Ιταλία και porte-crayon στη Γαλλία. 

Στο βιβλίο History of fossils του John Ηill (1748) διαβάζουμε για την κρητική γη (Creta Rubra) του Πλίνιου, του Γαληνού και του Διοσκουρίδη όπως και στο A Natural History of Fossils του Emmanuel Mendes Da Costa (1757). Επίσης, ακόμα και σε λεξικά έναν αιώνα αργότερα είναι εμφανής η καταγωγή της λέξης κιμωλίας, η οποία είναι στην πραγματικότητα «γη από την Κρήτη» αλλά κληρονομήθηκε από τα Λατινικά «es ist eig. Erde aus Creta aber aus dem lat. Überkommen».

Το γνωστό σε όλους μας crayon, ένα προϊόν καθημερινής χρήσης, έχει λοιπόν ονοματολογική καταγωγή από την Κρήτη!

(Το παραπάνω βίντεο είναι από την εκδήλωση «Η σχέση της επιστημονικής ορολογίας των Γεωεπιστημών με την Ελληνική γλώσσα» η οποία πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαϊου 2024 στο Πνευματικό κέντρο Χανίων Κρήτης

Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή ή αναδημοσίευση, μερική ή ολική, του εν λόγω περιεχομένου. Το RAWMATHUB.GR διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα δημοσίευσης και παροχής αδειών αναδημοσίευσης κατόπιν έγγραφης άδειας, επιφυλασσόμενο για την άσκηση κάθε νόμιμου δικαιώματος του. Εφόσον επιθυμείτε να χρησιμοποιήσετε το περιεχόμενο, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στο Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.. 

Αφιέρωμα - Ορυκτές Πρώτες Ύλες, Γένους Θηλυκού
foolwo rawmathub.gr on Google News
Image

Έγκυρη ενημέρωση για την αξιακή αλυσίδα των raw materials

NEWSLETTER