Οι σπουδαστές του Τμήματος Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας επισκέφθηκαν το μεταλλευτικό μουσείο στο Πετροσάνι της Ρουμανίας και μας ξεναγούν στα εκθέματά του και την μεταλλευτική ιστορία της περιοχής.
Η πόλη Πετροσάνι (Petroșani) βρίσκεται στην κεντροδυτική Ρουμανία, στην περιοχή της Τρανσυλβανίας, και έχει πληθυσμό περίπου 35.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 19ου αιώνα είχε μόλις 233 κατοίκους που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία.
Η ιστορία της πόλης άλλαξε δραματικά όταν το 1840 ξεκίνησε η εξόρυξη του γαιάνθρακα, αρχικά σε επιφανειακά ορυχεία που γρήγορα εξελίχθηκαν σε υπόγεια βάθους έως και 800 μέτρων. Η πόλη και τα ορυχεία γύρω από αυτή αρχικά ανήκαν σε οικογένειες ευγενών που διατηρούσαν άριστες σχέσεις με το αυστρο-ουγγαρικό καθεστώς. Οι κάτοικοί της ήταν αρχικά στην πλειονότητά τους Ούγγροι αλλά υπήρχαν και πολλοί Ρουμάνοι και Γερμανοί.
Μετά το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου, με τη Συνθήκη του Παρισιού, η περιοχή ενσωματώθηκε στην Ρουμανία. Υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε με γρήγορο ρυθμό, φτάνοντας το 1992 τους 52.000 κατοίκους. Κύριος λόγος της αύξησης του πληθυσμού ήταν η μεταφορά εργατικού δυναμικού από άλλες περιοχές της χώρας, προκειμένου να εργαστούν στα ανθρακωρυχεία.
Μετά την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, η Πετροσάνι, όπως και άλλες πόλεις της ευρύτερης περιοχής άρχισαν να συρρικνώνονται ως αποτέλεσμα της διακοπής λειτουργίας πολλών ανθρακωρυχείων. Παρά την προσπάθεια διαφοροποίησης της οικονομίας, η Πετροσάνι είναι μια από τις πόλεις της Ρουμανίας που σημείωσε το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης πληθυσμού από το 1990 μέχρι σήμερα.
Όλη η ιστορία της περιοχής που περιεγράφηκε παραπάνω απεικονίζεται με τον πλέον γλαφυρό τρόπο στο μεταλλευτικό μουσείο που βρίσκεται στο κέντρο της Πετροσάνι, σε ένα κτίριο που κατασκευάστηκε το 1920 και έχει πλέον χαρακτηριστεί ως διατηρητέο. Το κτίριο αρχικά αποτελούνταν από διαμερίσματα για την διαμονή εργαζόμενων των ορυχείων.
Στη συνέχεια φιλοξένησε τα κεντρικά γραφεία της μεταλλευτικής επιχείρησης, ενώ από το 1966 μετατράπηκε σε μουσείο. Σήμερα το μουσείο φιλοξενεί πάνω από 1500 εκθέματα, τόσο στο στεγασμένο, όσο και στον αύλειο χώρο του, κυρίως στοιχεία εξοπλισμού, ρούχα, έγγραφα, σχέδια και αναμνηστικά αντικείμενα.
Επιπλέον, στο υπόγειο του μουσείου υπάρχει μια αναπαράσταση του τρόπου που γίνονταν η υποστήριξη των στοών με μεταλλικά πλαίσια και ξυλεία καθώς και ένα ομοίωμα κλωβού μεταφοράς προσωπικού μέσα από το φρεάτιο πρόσβασης του κοιτάσματος.
Αξίζει τέλος να αναφερθεί ότι ένα μεγάλο τμήμα του μουσείου είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση στοιχείων για τον αριθμό των ατυχημάτων και των απωλειών ζωών που υπήρξαν, κυρίως στα υπόγεια ορυχεία, καθώς και των σωστικών μέσων που ήταν διαθέσιμα κατά καιρούς για να αντιμετωπιστούν τέτοια συμβάντα. Ουσιαστικά, η επίσκεψη στο μουσείο αποτελεί μια εκδήλωση απότισης φόρου τιμής στους εκατοντάδες εργαζόμενους που έχασαν τη ζωή τους μέσα στις στοές των ανθρακωρυχείων.