Παρόλο που ο ενθουσιασμός για την ατομική ενέργεια έχει μειωθεί με το πέρασμα των ετών, το ζήτημα των πυρηνικών αποβλήτων δεν έχει ακόμη επιλυθεί.
Μια ηλιόλουστη μέρα του Οκτωβρίου του 1956, στην ακτή της Cumbria, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η βασίλισσα Ελισάβετ εγκαινίασε τον πρώτο πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας στη Μεγάλη Βρετανία: το Calder Hall. Ο σταθμός λειτούργησε για 47 χρόνια και ήταν από τους πρώτους που παρήγαγαν ηλεκτρική ενέργεια για οικιακή χρήση. Όμως, η τεχνολογική επανάσταση που ξεκίνησε εκείνη την ηλιόλουστη μέρα δίπλα στη θάλασσα έχει δημιουργήσει μια μακροχρόνια κληρονομιά πυρηνικών αποβλήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και πάνω από 60 χρόνια μετά, η πρόκληση του «τι να κάνουμε με αυτά τα απόβλητα» παραμένει.
Μετά το πρώτο κιλοβάτ ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη από ένα πυρηνικό εργοστάσιο, ο κόσμος είχε μπει σε πορεία αλλαγής. Οι επιστήμονες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και το ευρύ κοινό ήταν βέβαιοι ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να προσφέρει παγκόσμια ώθηση στην παραγωγή ενέργειας με εξαιρετική αποτελεσματικότητα, ενώ παράλληλα θα είχε ως αποτέλεσμα πολύ λίγα απόβλητα. Χώρες σε όλο τον κόσμο άρχισαν να κατασκευάζουν πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Στα 30 χρόνια μεταξύ 1956 και 1986, ο κόσμος κατασκεύασε δεκάδες πυρηνικές μονάδες. Κατά τη δεκαετία του 1970, ο ρυθμός κατασκευής νέων πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας ήταν 25 έως 30 κάθε χρόνο κατά μέσο όρο. Ωστόσο, το 1986, το ατύχημα στο σταθμό του Chernobyl επέβαλε μία παύση στον γενικότερο ενθουσιασμό. Ορισμένες χώρες, όπως η Ιταλία, έκλεισαν εντελώς τους πυρηνικούς σταθμούς τους και, μέχρι σήμερα, διατηρούν όλες τις εγκαταστάσεις ανενεργές. Άλλες συνέχισαν να σχεδιάζουν νέους σταθμούς, ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία, όπου άρχισαν να κατασκευάζονται δεκάδες εργοστάσια, ωστόσο, αρκετά από αυτά τα έργα δεν έφτασαν ποτέ σε παραγωγική φάση.
Το 2011 ήταν επίσης μια σκοτεινή χρονιά για την τεχνολογία. Μετά από έναν τεράστιο σεισμό και ένα τσουνάμι που προκάλεσαν σοβαρό ατύχημα στο εργοστάσιο Daiichi της Fukushima στη βόρεια Ιαπωνία, ο σχεδιασμός νέων έργων πυρηνικής ενέργειας επιβραδύνθηκε παγκοσμίως. Η Ιαπωνία παρόπλισε τους περισσότερους από τους αντιδραστήρες της εν μέσω καταιγισμού αντιπαραθέσεων. Η πυρηνική ενέργεια κάποτε αντιπροσώπευε το 31% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, αλλά μέχρι το 2015, ο αριθμός αυτός ήταν μηδενικός.
Στον απόηχο του ατυχήματος της Fukushima, η Γερμανία αντέδρασε επίσης έντονα, κλείνοντας περισσότερες από τις μισές πυρηνικές εγκαταστάσεις της μεταξύ 2011 και 2017. Η χώρα είχε στόχο να κλείσει όλους τους σταθμούς μέχρι το 2022, αλλά ο καγκελάριος Olaf Scholz αποφάσισε να παρατείνει τη διάρκεια ζωής τριών πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. λόγω των ενεργειακών προβλημάτων που προκλήθηκαν από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία. Η χώρα ωστόσο σχεδιάζει να παροπλίσει όλες τις μονάδες παραγωγής πυρηνικής ενέργειας εντός του 2023.
Ένα πράσινο εργαλείο
Όμως η πυρηνική ενέργεια δεν εγκαταλήφθηκε από όλους. Παρά τα σοβαρά ατυχήματα στο Chernobyl και τη Fukushima, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Σουηδίας, πραγματοποίησαν επενδύσεις στην πυρηνική τεχνολογία που είναι πολύ πιο καθαρή όσον αφορά στις εκπομπές άνθρακα σε σχέση με άλλες μορφές παραγωγής ενέργειας. Αυτό εξηγεί γιατί, μέχρι σήμερα και σε παγκόσμια κλίμακα, η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας συνέχισε να αυξάνεται, χρόνο με το χρόνο.
Μέχρι το 2021, η πυρηνική ενέργεια αντιπροσώπευε το 70% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία, το 40% στη Σουηδία και το 15% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με τις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή σταθερά εντεινόμενες, μια ακόμη στροφή όσον αφορά στη αντιμετώπιση της πυρηνικής ενέργειας μπορεί να είναι μπροστά μας και αυτή τη φορά η πυρηνική ενέργεια μπορεί να γίνει ξανά δημοφιλής.
Η ΕΕ χαρακτήρισε πρόσφατα την πυρηνική ενέργεια ως βιώσιμη μορφή ενέργειας, ανοίγοντας το δρόμο για περαιτέρω επενδύσεις. Η Στρατηγική Ενεργειακής Ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου (UK's Energy Security Strategy) η οποία δημοσιεύτηκε το 2022, αναφέρει ρητά τις επενδύσεις στον πυρηνικό τομέα, με σχέδια για την κατασκευή έως και οκτώ νέων αντιδραστήρων στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Επίσης, ακόμα και χώρες όπως η Ιαπωνία, επανεξετάζουν τις στρατηγικές τους και θα επανεκκινήσουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις, ενώ εξετάζουν το ενδεχόμενο κατασκευής νέων αντιδραστήρων επόμενης γενιάς.
Αλλά αν ο στόχος είναι η ουδετερότητα ως προς τον άνθρακα έως το 2050, πως μπορούν να βοηθήσουν τα νέα πυρηνικά εργοστάσια; Σύμφωνα με τη Friederike Friess, ερευνήτρια στο University of Natural Resources and Life Sciences στη Βιέννη της Αυστρίας, ο χρόνος έχει παρέλθει. «Αφήνοντας κατά μέρος τον κίνδυνο και τα οικονομικά της πυρηνικής ενέργειας, θεωρώ ότι είναι πολύ αργά για να βοηθήσει η πυρηνική ενέργεια προς ένα μέλλον ουδέτερο από τον άνθρακα». Η Friess σημειώνει ότι η κατασκευή νέων σταθμών δεν είναι εφικτή για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι τα μέσα του αιώνα, λόγω του χρόνου που χρειάζεται για την κατασκευή ενός αντιδραστήρα και την έλλειψη ικανότητας για την ταυτόχρονη κατασκευή των πολλών μονάδων που απαιτούνται.
Ωστόσο, υπάρχει και η άποψη ότι τα πυρηνικά μπορούν να είναι μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα. «Θεωρώ ότι για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η πυρηνική ενέργεια είναι πιθανώς μια επιλογή», λέει ο Jean-Christophe Gariel, αναπληρωτής διευθυντής του Institute of Radioprotection and Nuclear Safety στη Γαλλία. Όμως ο Gariel θίγει ταυτόχρονα το ζήτημα των πυρηνικών αποβλήτων: «Θα έχουμε πυρηνικά απόβλητα με διάρκεια ζωής από 10.000 έως 100.000 χρόνια. Νομίζω ότι τα απόβλητα αυτά μπορούν να αποθηκευτούν με ασφάλεια για μία ή δύο γενιές, αλλά τι θα συμβεί σε 100 χρόνια; 1000 χρόνια; Κανείς δε ξέρει. Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα».
Το αν η πυρηνική ενέργεια θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι αβέβαιο. Το σίγουρο πάντως είναι ότι τα εκατομμύρια κυβικά μέτρα πυρηνικών αποβλήτων που έχουν παραχθεί από τη δεκαετία του 1950 χρειάζονται συγκεκριμένη διαχείριση. Λόγω του κινδύνου που ενέχουν τα πυρηνικά απόβλητα για τα οικοσυστήματα, οι βιομηχανίες πρέπει να τα διαχειρίζονται και να τα αποθέτουν όλα με ασφάλεια. Και παρόλο που η πυρηνική ενέργεια υπάρχει εδώ και δεκαετίες, οι απαιτήσεις για τις εγκαταστάσεις απόρριψης των πυρηνικών αποβλήτων δεν είναι σαφώς καθορισμένες.
Τι είναι (και τι δεν είναι) τα πυρηνικά απόβλητα
Τα πυρηνικά απόβλητα για τους περισσότερους είναι χαλύβδινα δοχεία με φθορίζον υγρό που συνήθως διαρρέει από το καπάκι. Στην πραγματικότητα, τα πυρηνικά απόβλητα είναι πολύ λιγότερο χρωματιστά και σίγουρα πολύ πιο περίπλοκα.
Τα πυρηνικά απόβλητα ορίζονται ευρέως ως απόβλητα που είναι μολυσμένα με ραδιενέργεια ή είναι τα ίδια ραδιενεργά. Οι διάφορες χώρες έχουν ελαφρώς διαφορετικές προσεγγίσεις για την κατηγοριοποίηση των πυρηνικών αποβλήτων τους, αλλά, κατά κανόνα, ένας τρόπος για να διακρίνει κανείς κάθε τύπο πυρηνικών αποβλήτων είναι τα επίπεδα ραδιενέργειας και το χρονικό διάστημα που θα παραμείνουν τα απόβλητα επικίνδυνα. Τα απόβλητα χαμηλής επικινδυνότητας είναι ελάχιστα μολυσμένα, όπως τα εργαλεία και τα ρούχα που χρησιμοποιούνται από τους εργαζόμενους σε πυρηνικούς σταθμούς. Και σε επίπεδο ποσότητας, τα περισσότερα από τα πυρηνικά απόβλητα είναι χαμηλής επικινδυνότητας και εύκολα στο χειρισμό.
Στις πυρηνικές εγκαταστάσεις παράγονται φυσικά και απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας, αν και σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, από τα 2 κιλά ραδιενεργών αποβλήτων που παράγονται ανά κάτοικο το χρόνο, μόνο το 10% αυτών είναι εξαιρετικά ραδιενεργά και θεωρούνται απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας. Τα περισσότερα από τα ραδιενεργά στοιχεία (δηλαδή ασταθή στοιχεία που απελευθερώνουν ακτινοβολία) στα απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας θα διασπαστούν κατά τα πρώτα 1000 χρόνια, ενώ μερικά θα επιμείνουν για δεκάδες χιλιάδες και, σε κάποιες περιπτώσεις, έως και πάνω από ένα εκατομμύριο χρόνια.
Πώς μοιάζουν όμως τα απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας; Είναι κυρίως οι χρησιμοποιημένες ράβδοι πυρηνικού καυσίμου και μέρη πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής όταν παροπλίζονται. Απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας αποθηκεύονται αυτή τη στιγμή σε εκατοντάδες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Αυτό προφανώς δεν είναι μια αποδεκτή λύση αλλά ένας τρόπος διαχείρισης των αποβλήτων μέχρι να υλοποιηθεί μια πιο δομημένη λύση.
«Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και στη Γαλλία, υαλοποιούμε τα απόβλητά υψηλής ραδιενέργειας και τα αποθηκεύουμε σε γυάλινα βαρέλια. Και όλα αυτά τα βαρέλια βρίσκονται σε μια εγκατάσταση αποθήκευσης στο Sellafield, η οποία είναι σχεδόν γεμάτη», λέει ο Karl Travis, ειδικός στη διάθεση πυρηνικών αποβλήτων στο Πανεπιστήμιο του Sheffield στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Εκτός από τα απόβλητα χαμηλής και υψηλής επικινδυνότητας, υπάρχουν και απόβλητα ενδιάμεσης επικινδυνότητας, τα οποία πρέπει επίσης να απορρίπτονται σωστά, ενώ παραμένουν τοξικά. Το Sellafield, ένας από τους πιο επικίνδυνους χώρους αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων στη Δυτική Ευρώπη, διαθέτει αποθηκευμένα επί του παρόντος απόβλητα υψηλής και μεσαίας επικινδυνότητας σε τεράστιες ποσότητες, αρκετά για να γεμίσουν 27 πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων.
Υπάρχουν πυρηνικά απόβλητα όπως τα χρησιμοποιημένα καύσιμα, τα οποία μπορούν να υποβληθούν σε επανεπεξεργασία και να χρησιμοποιηθούν εκ νέου, αλλά δεν το κάνουν όλες οι χώρες αυτό. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, δεν επεξεργάζονται ξανά τα χρησιμοποιημένα πυρηνικά καύσιμα και αντ' αυτού τα αποθηκεύουν σε 75 τοποθεσίες σε ολόκληρη τη χώρα. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, από την άλλη πλευρά, επεξεργάζονται εκ νέου το μεγαλύτερο μέρος των αναλωμένων καυσίμων τους. Το γιατί οι ΗΠΑ δεν επεξεργάζονται ξανά τα αναλωμένα καύσιμα τους είναι ένα πολιτικό ερώτημα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα αναλωμένα καύσιμα δεν είναι εξ ορισμού πυρηνικά απόβλητα, ωστόσο ορισμένες χώρες τα χειρίζονται ως τέτοια.
Επειδή υπάρχουν διαφορετικές μορφές αποβλήτων, η πυρηνική βιομηχανία έχει επινοήσει διάφορες στρατηγικές για τη διαχείριση και τη διάθεση του καθενός.
Διαχείριση των λιγότερο τοξικών αποβλήτων
Φανταστείτε μια κοιλάδα γεμάτη με πράσινο γρασίδι και την ακτογραμμή της Νορμανδίας πίσω. Αυτή είναι μια χωματερή, αλλά όχι μια συνηθισμένη χωματερή. Κάτω από το έδαφος βρίσκονται μισό εκατομμύριο κυβικά μέτρα πυρηνικών αποβλήτων χαμηλής και μεσαίας επικινδυνότητας, με ραδιενεργά στοιχεία με βραχείς χρόνους ημιζωής.
Από το 1969 μέχρι το κλείσιμο της το 1994, η Γαλλία εναπόθετε απόβλητα στη μονάδα αποθήκευσης της Manche. Σε σχεδόν 30 χρόνια από τότε, οι αρχές παρακολουθούν προσεκτικά το τοπικό περιβάλλον για να εκτιμήσουν εάν υπήρξε μόλυνση ή όχι. Ο Gariel εξηγεί ότι αυτή η εργασία είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ασφάλειας του κοινού αλλά και για λόγους διαφάνειας. «Από τη στιγμή που μιλάτε για πυρηνική ενέργεια, υπάρχει μεγάλη ευαισθησία από το κοινό. Και γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό να γίνονται αυτές οι μετρήσεις και τα στοιχεία να είναι διαθέσιμα στο κοινό», προσθέτει, αναφερόμενος στη WEBTELERAY, μια δωρεάν εφαρμογή που επιτρέπει στο κοινό να γνωρίζει τα επίπεδα ακτινοβολίας στη γαλλική επικράτεια κάθε στιγμή.
Αν και τα πυρηνικά απόβλητα βρίσκονται κάτω από ένα στρώμα από χώμα και γρασίδι, θεωρούνται επιφανειακή εναπόθεση, η οποία θα πρέπει να έχει διάρκεια ζωής περίπου 300 χρόνια, χρόνος που ισούται περίπου με τον χρόνο που χρειάζεται για να σταματήσουν τα απόβλητα να είναι επικίνδυνα. Ένας άλλος επιφανειακός χώρος αποθήκευσης αποβλήτων βρίσκεται υπό κατασκευή και θα δεχθεί τον ίδιο τύπο αποβλήτων. Αυτά είναι μερικά από τα σχέδια για την απαλλαγή από τα χαμηλής επικινδυνότητας απόβλητα. Ωστόσο, σε αντίθεση με το ήσυχο λιβάδι της Νορμανδίας, υπάρχει ένα πολύ πιο αμφιλεγόμενο σχέδιο υπό εξέταση χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικά.
Στην Ιαπωνία, οι αρχές ενέκριναν πρόσφατα την απόρριψη επεξεργασμένων λυμάτων από το πυρηνικό εργοστάσιο της Fukushima στη θάλασσα, προκαλώντας οργή στους ντόπιους, τους επιστήμονες και τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες. Το 2011, μετά το ατύχημα, οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν νερό για να ψύξουν τους αντιδραστήρες και να αποτρέψουν την περαιτέρω καταστροφή. Ταυτόχρονα, μάζευαν και αποθήκευαν τα λύματα σε εκατοντάδες δεξαμενές, οι οποίες πρέπει κάποια στιγμή να αδειάσουν.
Ο Gariel εξηγεί ότι η απόρριψη του νερού στη θάλασσα δεν είναι τόσο επικίνδυνη όσο θα πίστευαν ορισμένοι. «Το επίπεδο ραδιενέργειας του νερού που θα απορριφθεί θα είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με αυτό που απορριπτόταν και πριν από το ατύχημα». Ουσιαστικά αναφέρεται στα ραδιενεργά στοιχεία που εκπέμπονται τακτικά από την τυπική λειτουργία των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας. «Θα υπάρξει κάποια αραίωση του νερού που βρίσκεται στη δεξαμενή και όταν φτάσει στη θάλασσα, θα είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο ραδιενέργειας, αρκετά συγκρίσιμο με το νερό που απορριπτόταν πριν από 15 χρόνια κατά τη συνήθη λειτουργία των αντιδραστήρων στη Fukushima», προσθέτει.
Ωστόσο, κατανοεί τους φόβους των τοπικών κοινοτήτων, ιδιαίτερα εκείνων που εργάζονταν στον κλάδο της αλιείας. Επειδή αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να σταματήσουν να εργάζονται πριν από χρόνια - οι αρχές απαγόρευσαν τις αλιευτικές δραστηριότητες μετά το ατύχημα - ανησυχούν τώρα ότι οι αγορές και οι πελάτες θα θεωρούν τα τοπικά ψάρια και τα τρόφιμα της Fukushima ως τοξικά. «Θα έλεγα ότι αυτό είναι περισσότερο ένα κοινωνικό ζήτημα παρά ένα επιστημονικό ζήτημα. Και μπορώ να καταλάβω πολύ εύκολα τη θέση της τοπικής κοινωνίας. Συνέβη ένα ατύχημα. Η εμπιστοσύνη χάθηκε», καταλήγει.
Απαλλαγή από τα πιο τοξικά απόβλητα
«Διάφορες εναλλακτικές λύσεις έχουν ληφθεί υπόψη πριν φτάσουμε εδώ: μεταφορά αποβλήτων στο διάστημα, τοποθέτηση τους σε ζώνες βύθισης τεκτονικών πλακών, κ.λπ.. Όλες έχουν απορριφθεί διεθνώς για διάφορους λόγους», λέει ο Travis. «Και έτσι έχουμε μάλλον συγκλίνει στη γεωλογική διάθεση».
Μια εγκατάσταση γεωλογικής διάθεσης (Geological Desposal Facility, GDF) είναι ένας υπόγειος χώρος όπου μπορούν να εναποτεθούν πυρηνικά απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας για εκατοντάδες έως χιλιάδες χρόνια. Μια τέτοια εγκατάσταση πρέπει να αποθηκεύει με ασφάλεια τα απόβλητα, παρά την υψηλή τους επικινδυνότητα. Έχει βάθος αρκετές εκατοντάδες μέτρα (έως και 1 χλμ. σε κάποιες περιπτώσεις) και επιστρώνεται με πολλαπλά υλικά για να αποτρέψει τη διαρροή ραδιενεργών υλικών στα υπόγεια οικοσυστήματα.
«Μια εγκατάσταση διάθεσης περιβάλλεται από υπόγεια ύδατα. Έτσι, όλη η τεράστια ερευνητική προσπάθεια που γίνεται εδώ και δεκαετίες, επικεντρώνεται στην προσπάθεια κατασκευής πολλαπλών εμποδίων που θα αποτρέψουν την επαφή των υπόγειων υδάτων με τα ραδιενεργά απόβλητα, ώστε να αποτραπεί πλήρως η είσοδος ραδιενέργειας στη βιόσφαιρα», εξηγεί ο Travis.
Η Katherine Morris, διευθύντρια του Nuclear Waste Services Research Support Office και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Manchester, εργάζεται για την κατανόηση του πώς συμπεριφέρονται τα ραδιενεργά στοιχεία σε περιβάλλοντα όπως μια εγκατάσταση γεωλογικής διάθεσης. Εξήγησε ότι η εργασία της έχει δείξει ότι σε τεχνητά κατασκευασμένα περιβάλλοντα, όπως μία GDF, η κινητικότητα των ραδιενεργών σωματιδίων είναι συχνά πολύ χαμηλή, πράγμα που σημαίνει ότι ο κίνδυνος διαρροής ραδιενέργειας είναι επίσης χαμηλός.
Αν και μπορεί να ακούγεται αρκετά απλό, το να φτιάξεις κάτι που μοιάζει με μια τεράστια τρύπα στο έδαφος για την αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων απαιτεί τεράστιο ποσό χρημάτων, χρόνο και δουλειά σε επίπεδο κρατικής υποστήριξης. Αυτοί οι τρεις παράγοντες εξηγούν γιατί από τις περίπου 30 χώρες που λειτουργούν σήμερα πυρηνικούς αντιδραστήρες, μόνο μία είναι κοντά στο να ολοκληρώσει μία GDF για απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας: η Φινλανδία.
Η φινλανδική εγκατάσταση είναι τεράστια. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, θα έχει συνολικά περίπου 100 σήραγγες, μήκους 35 χιλιομέτρων. Η εγκατάσταση μοιάζει με έναν τεράστιο ιστό φτιαγμένο από χάλυβα και σκυρόδεμα, με σήραγγες διάθεσης απλωμένες σε μια τεράστια υπόγεια έκταση. Κάθε σήραγγα θα περιέχει περίπου 30 δοχεία πυρηνικών αποβλήτων και η Posiva, η τοπική εταιρεία που εργάζεται στην εγκατάσταση, σχεδιάζει να εναποθέσει άκρως ραδιενεργά απόβλητα και αναλωμένα καύσιμα έως το 2025.
«Η διαδικασία κράτησε σχεδόν 40 χρόνια», λέει η Penelope Harvey, κοινωνική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Manchester και μέλος της Radioactive Waste Management Committee.
Οι τοπικές κοινότητες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο σε τεράστια έργα μηχανικής επειδή, στο τέλος της ημέρας, μια εγκατάσταση διάθεσης πυρηνικών αποβλήτων χρειάζεται έναν χώρο κατασκευής που συνήθως είναι κοντά σε μέρη όπου ζουν άνθρωποι. Και οι νέες υποδομές, όπως οι γέφυρες και οι σιδηρόδρομοι, δημιουργούν τις δικές τους δυσκολίες, αλλά τα έργα που αφορούν σε πυρηνικά απόβλητα αντιμετωπίζουν μια εντελώς διαφορετική πρόκληση: το φόβο.
«Η εικόνα που έχουμε για τα πυρηνικά είναι τόσο συγκεχυμένη. Οι ταινίες, τα πολεμικά σενάρια, η σύνδεση τους με τον στρατό και η σύνδεση τους με την κρατική εξουσία δημιουργούν ανασφάλεια», εξηγεί η Harvey. Η ιστορία και το Χόλιγουντ έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στην αντίληψη της ανθρωπότητας για τα «πυρηνικά». Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τις διαφορετικές απόψεις που έχει αντιμετωπίσει η Harvey όταν μιλά με τοπικές κοινότητες για αυτό το θέμα.
«Μερικοί άνθρωποι προτιμούν να κρατούν τα απόβλητα εκεί που μπορούν να τα δουν, επειδή ανησυχούν για το τι πρόκειται να κάνουν οι αρχές», εξηγεί. Η Harvey προσθέτει ότι ένα άλλο σύνολο απόψεων επικεντρώνεται στη διάθεση των αποβλήτων σε γεωλογικές εγκαταστάσεις, διατηρώντας ωστόσο τη δυνατότητα ανάκτησης τους. Όλα τα σενάρια προκαλούν ανησυχίες.
Ο Nikolaus Müllner, διευθυντής του Institute for Safety and Risk Sciences στο The University of Natural Resources and Life Sciences της Βιέννης, κατανοεί τους φόβους. «Αυτό είναι δικαιολογημένο, ειδικά για τα απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολη η ανάκτηση των αποβλήτων από μία εγκατάσταση γεωλογικής διάθεσης».
Κοινωνικές ανησυχίες
Επειδή το θέμα είναι περίπλοκο, τα πλούσια, τεχνολογικά προηγμένα έθνη δυσκολεύονται πολύ να αποφασίσουν τι θα κάνουν εντός του χώρου αρμοδιότητας τους. Το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε να αναγνωρίζει το ζήτημα των πυρηνικών αποβλήτων πριν από 50 χρόνια, αλλά, μέχρι τώρα, δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει μία εγκατάσταση γεωλογικής διάθεσης.
Οι ΗΠΑ δυσκολεύονται επίσης. Ξεκίνησαν το έργο Yucca Mountain στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μια πρωτοβουλία για την επίλυση του αυξανόμενου όγκου πυρηνικών αποβλήτων στη χώρα. Ωστόσο, λόγω της δημόσιας κατακραυγής, το μόνο που έχει απομείνει από το έργο είναι οι διαμάχες (και μια τρύπα 13 δισ. δολαρίων στο έδαφος). Αυτό που φαίνεται να λείπει και από τις δύο χώρες -και από πολλά άλλα κράτη- είναι ένας τρόπος συννενόησης με τις τοπικές κοινότητες έτσι ώστε να αποφεύγονται οι διαμάχες.
«Μόλις περίπου το 2008 η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου άρχισε πραγματικά να ψάχνει για μια τοποθεσία όπου οι κάτοικοι θα ήταν πρόθυμοι να φιλοξενήσουν μία GDF, μια κοινότητα εθελοντών. Μέχρι τότε, υπήρξαν διάφορες προσπάθειες, αλλά η κυβέρνηση απλά αποφάσιζε που θα αναπτύξει την εγκατάσταση, προκαλώντας τις έντονες διαμαρτυρίες των τοπικών κοινωνιών», προσθέτει η Harvey.
Τώρα, λοιπόν, η στρατηγική είναι διαφορετική. Σε συνεργασία με κοινωνικούς επιστήμονες, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δημιουργούν χώρους διαβούλευσης σχετικά με τα πυρηνικά απόβλητα, τους φόβους και τις σκέψεις που συνδέονται με το θέμα. Για τη Harvey, αυτές οι διαβουλεύσεις είναι απαραίτητες γιατί «η δυσπιστία είναι απολύτως αναπόφευκτη, πολύ έντονη και είναι ήδη εκεί».
Μέχρι στιγμής, τα έργα που αναπτύσσονται σε τέσσερις κοινότητες του Ηνωμένου Βασιλείου φαίνονται πολλά υποσχόμενα, αλλά η κατασκευή μιας εγκατάστασης γεωλογικής διάθεσης είναι ακόμα μακριά. «Νομίζω ότι πρέπει απλώς να διατηρήσουμε τη δυναμική, έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η γεωλογική διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων υψηλής επικινδυνότητας είναι τόσο τεχνολογικό όσο και κοινωνικό ζήτημα. Στα μέσα του τρέχοντος αιώνα ίσως έχουμε κάτι έτοιμο», προσθέτει ο Morris.
Πληροφορίες από την Nuclear Decommissioning Authority του Ηνωμένου Βασιλείου συντείνουν ότι μία GDF θα είναι έτοιμη έως το 2040 για απόβλητα μεσαίας επικινδυνότητας. Ωστόσο, μια εγκατάσταση για την απόρριψη όλων των αποβλήτων υψηλής επικινδυνότητας του Ηνωμένου Βασιλείου θα αργήσει να κατασκευαστεί. Οι προβλέψεις δείχνουν το 2075 με όλες τις αναμενόμενες καθυστερήσεις, δηλαδή σε σχεδόν 50 χρόνια από σήμερα. Με τις πυρηνικές εγκαταστάσεις γεμάτες με απόβλητα, η ακαδημαϊκή κοινότητα ερευνά ταχύτερες στρατηγικές, όπως γεωτρήσεις μεγάλου βάθους.
Οι γεωτρήσεις μεγάλου βάθους ακολουθούν την ίδια λογική μιας πολυεπίπεδης εγκατάστασης υπόγειας διάθεσης για εξαιρετικά ραδιενεργά απόβλητα. Ωστόσο, δύο σημαντικές παράμετροι τις διαφοροποιούν: το χωρικό αποτύπωμα και το βάθος. Ενώ οι GDF έχουν τεράστιο υπόγειο αποτύπωμα όσον αφορά στην έκταση τους, μια γεώτρηση μεγάλου βάθους δεν είναι τόσο μεγάλη σε έκταση. Σύμφωνα με τον Travis, αν λάβουμε υπόψη όλα τα υαλοποιημένα απόβλητα υψηλής επικινδυνότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εκτιμήσεις είναι ότι το αποτύπωμα θα είναι μικρότερο από τρία γήπεδα ποδοσφαίρου, πολύ μικρότερη έκταση σε σχέση με τη φινλανδική εγκατάσταση των 35 χιλιομέτρων. Ως προς το βάθος, ενώ οι GDF μπορούν να φτάσουν τα 400 έως 1000 μέτρα σε βάθος, οι γεωτρήσεις μεγάλου βάθους έχουν σχεδιαστεί για να έχουν βάθος έως και 4 χιλιόμετρα. Αυτές οι δύο διαφορές κάνουν την κατασκευή μιας βαθιάς γεώτρησης πιο γρήγορη.
«Εάν επρόκειτο να επιδιωχθεί μια γεώτρηση στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα μπορούσαμε να επιταχύνουμε τη διάθεση των αποβλήτων υψηλής επικινδυνότητας τουλάχιστον κατά 35 χρόνια. Ωστόσο, οι γεωτρήσεις δε θα ήταν αρκετές για την απόθεση όλων των αποβλήτων του Ηνωμένου Βασιλείου. Πάλι θα χρειαζόμασταν μία GDF σε αυτή τη χώρα, ανεξάρτητα από τις γεωτρήσεις, επειδή έχουμε τόσα απόβλητα μεσαίας επικινδυνότητας και η εναλλακτική των γεωτρήσεων δεν είναι απλά κατάλληλη», καταλήγει ο Travis.
Για τη διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων υψηλής επικινδυνότητας, δεν υπάρχει τέλεια λύση. Κάθε στρατηγική έχει ένα σύνολο μειονεκτημάτων και αυτά απλά συνεχίζουν να συσσωρεύονται. Και ίσως ο λόγος για τον οποίο η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί γύρω από την ανάπτυξη μίας GDF διάθεσης πυρηνικών αποβλήτων είναι επειδή πραγματικά δεν υπάρχει άλλη γρήγορη λύση, τουλάχιστον προς το παρόν.
Σύγχρονη αλχημεία
Η μεταστοιχείωση – η μετατροπή δηλαδή των ραδιενεργών αποβλήτων σε κάτι πιο αβλαβές – είναι ζητούμενο εδώ και πολλά χρόνια. Στόχος είναι να μετατραπούν οι μακρόβιοι ραδιενεργοί πυρήνες σε πιο σταθερούς πυρήνες, μειώνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης. Αρκετές χώρες έχουν προσπαθήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με έκθεση εμπειρογνωμόνων που ανατέθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Safety of Nuclear Waste Management στη Γερμανία, το όνειρο της μεταστοιχείωσης παραμένει απλά όνειρο. Σύμφωνα με τη Friess, η οποία συνέγραψε την έκθεση, υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Αρχικά, οι ερευνητές χρειάζονται νέους αντιδραστήρες και μονάδες επανεπεξεργασίας για να μετατρέψουν επιτυχώς τους μακρόβιους πυρήνες ραδιενεργών ατόμων σε βραχύβιους. Έπειτα, υπάρχουν θέματα σχετικά με τη φυσική και τη χημεία. «Αν θέλετε να διαχωρίσετε τις ακτινίδες, θα δυσκολευτείτε πολύ γιατί έχουν πολύ παρόμοια χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια οξείδωσης. Αλλά οι χημικές διαδικασίες μας δεν λειτουργούν για όλες». Αυτές οι προκλήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω έρευνας.
Επί του παρόντος, υπάρχει μια μονάδα στο Βέλγιο που ονομάζεται MYRRHA, η οποία βρίσκεται σε δοκιμαστική φάση. Ο Müllner είπε ότι ο αντιδραστήρας πολλαπλών χρήσεων MYRRHA θα επιτρέψει στους επιστήμονες να διεξάγουν πειράματα με σκοπό τη μεταστοιχείωση και τα δεδομένα που θα προκύψουν θα είναι ζωτικής σημασίας για να επιτευχθεί πρόοδος. Ωστόσο, ο αντιδραστήρας θα πάρει λίγο χρόνο για να είναι έτοιμος, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για το 2036. «Τότε μπορούμε να κάνουμε τις δοκιμές και πρέπει να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα. Δεν είναι κάτι που πρόκειται να συμβεί αύριο», καταλήγει ο Müllner.
Έτσι, ενώ η μεταστοιχείωση είναι ακόμη πολύ μακριά από την υλοποίηση, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η υπόγεια διάθεση των πυρηνικών αποβλήτων είναι ο καλύτερος τρόπος. Και σχεδόν επτά δεκαετίες μετά από εκείνη τη ζεστή μέρα του Οκτώβρη στην ακτή της Cumbria, ήρθε η ώρα των αποφάσεων.
«Οι άνθρωποι λένε «Τα αποθηκεύσαμε για 60 χρόνια, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να τα αποθηκεύουμε;»», λέει ο Morris. Η απάντησή είναι όχι. Ο Morris πιστεύει ότι πρέπει να έχουμε ένα σαφές μονοπάτι διάθεσης για τα πυρηνικά απόβλητα, ώστε να μην επιβαρύνουμε τις μελλοντικές γενιές με τα υλικά που έχουμε δημιουργήσει. «Αναγνωρίζουμε ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, βρισκόμαστε σε ένα σημείο που αναπτύσσεται η δυναμική και έχουμε μια μεγάλη ευκαιρία να χειριστούμε σωστά την ανάπτυξη μίας GDF με τη συνεργασία εθελοντικών κοινοτήτων και να προχωρήσουμε προς μια εγκατάσταση με τοπική αποδοχή. Αυτό θα επιτρέψει τη διαχείριση αυτών των συσσωρευμένων αποβλήτων».
Με πληροφορίες από chemistryworld.com