Γράφει ο Δημήτριος Κωνσταντινίδης, Διδάκτορας Οικονομικής Γεωλογίας
Εκεί που τα σπουργίτια πετούν ελεύθερα
Τα σπουργίτια πετούσαν ελεύθερα πάνω από τον Κόλυμπο του Μαραμπά, ενώ έχτιζαν φωλιές στο ξωκλήσι του Άη Γιώργη, δίπλα στα καταφύγια των περιστεριών (Εικόνα 1).

Εικόνα 1: Το ξωκλήσι του Άη Γιώργη - φωλιά για τα σπουργίτια
Τίποτα δεν μπορούσε να τα ενοχλήσει. Ούτε τα γνωστά γαϊδουράκια της Σκαρίνου που έκριναν πως τα πουλιά του ουρανού έχουν το δικαίωμα στη λευτεριά. Δεν τα ενοχλούσε ούτε το παλιό λεωφορείο. Καθισμένα στις χαρουπιές ή στις αυλές των σπιτιών (Εικόνα 2), το κοίταζαν να ανεβαίνει την ανηφόρα -μια φορά την ημέρα- αγκομαχώντας. Κάπου κάπου γελούσαν μάλιστα για την κατάντια του.

Εικόνα 2: Σπουργίτια που απολαμβάνουν το γεύμα τους
Αυτά πετούσαν μέχρι τα σύννεφα και αυτό - με μηχανή και πολλή ενέργεια απ’ το πετρέλαιο, που το σκούνταγε αδιάκοπα, μετά βίας κατόρθωνε να φθάσει στη μικρή πλατεία μπροστά στο ξωκλήσι. Εκεί άφηνε τους ταλαιπωρημένους επιβάτες από τη Λευκωσία. Ήταν το μοναδικό λεωφορείο που δεν έκανε σταθμό στην όχθη του Πεντάσχοινου.
Όλα τα άλλα, που ξεκινούσαν από Λευκωσία και Σκάλα για Λεμεσό και Πάφο, είχαν ανάγκη από μια στάση στο σταθμό της Σκαρίνου (Εικόνα 3). Ακόμα πιο πολύ οι κουρασμένοι ταξιδιώτες που κάθονταν στα σκληρά καθίσματα των παλιών αυτοκινήτων και λεωφορείων. Και οι καμήλες εκεί κοντά, έτοιμες σε περίπτωση που οι σακαράκες δεν άντεχαν. Ο καφές του Σταθμού ήταν πιο γλυκός από εκείνο του σπιτιού, ακόμα κι’ αν ήταν σκέτος.
![Εικόνα 3: Ο παλιός σταθμός με τις καμήλες στην κοιλάδα του Πεντάσχοινου [1] Ο παλιός σταθμός με τις καμήλες στην κοιλάδα του Πεντάσχοινου](/images/2025/01/25/dc_25125_3_a.jpg)
Εικόνα 3: Ο παλιός σταθμός με τις καμήλες στην κοιλάδα του Πεντάσχοινου [1]
Ο Μαραμπάς και ο δάσκαλος
Ο Μαραμπάς ήταν κάποτε οικισμός νοτιο-ανατολικά της Σκαρίνου, δίπλα από τον Πεντάσχοινο. Έγινε όμως γνωστός από το τσιαττιστό που σκαρφίστηκε ο ίδιος ο Κωστής, ο μεταλλωρύχος: «Ο κόλυμπος του Μαραμπά είναι καταραμένος, γιατί έπεσε της Ολυμπούς μέσα ο χαρτωμένος». Το πρωτοείπε όταν, γυρνώντας απ’ την Καλαβασό, γλίστρησε από το ποδήλατο και έπεσε στη λιμνούλα μέσα στο αρκάτζ'ιν. Ο αγέρωχος Κωστής βγήκε απ’ το νερό και τράβηξε για το σπίτι του δασκάλου, που ήταν στα 300 μέτρα.
Ο στίχος του διαδόθηκε και έγινε «βάϊραλ». Ο Κωστής έμενε εκεί με την Ολυμπιάδα, τη γυναίκα του, που όλοι την φώναζαν Ολυμπού. Ο δάσκαλος – ο πατέρας της – είχε φύγει για τους ουρανούς νωρίς. Όσο όμως ζούσε δεν είχε ανάγκη να περπατήσει πολύ για τη δουλειά του· το δημοτικό σχολείο ήταν απέναντι από το σπίτι του. Μόλις στα πέντε μέτρα (Εικόνα 4).
«Έφυγε νωρίς για τον παράδεισο», έλεγε η δασκαλού (η γυναίκα του), αφήνοντας της κληρονομιά το πέτρινο σπίτι και εφτά παιδιά. Σπίτι από πωρόλιθο «που αντέχει στον χρόνο», όπως έλεγε ο δάσκαλος στους μαθητές και στα βλαστάρια του. Χτισμένο με τις «ρότσες από την αυλή τους», αφού το ίδιο το χωριό «προσάραζε πάνω στα στρώματα του ασβεστολιθικού ψαμμίτη», όπως περιέγραφε ο δάσκαλος -με ποιητική διάθεση- τη γήινη δημιουργία της Σκαρίνου. Η κατοικία είναι και σήμερα αγέρωχη στη θέση της, αλλά φωτογραφίες βγάζεις μονάχα απέξω (Εικόνα 4), γιατί οι σημερινοί ιδιοκτήτες σπάνια εμφανίζονται στο χωριό.

Εικόνα 4: Το σπίτι (δεξιά) και το σχολείο (αριστερά) του δασκάλου
Η μικρή πλατεία, δίπλα στο σπίτι, είναι φιλόξενη· απλά δεν μπορεί να σε κεράσει καφέ στο μπρίκι. Κάποτε μπορούσες να τον πιείς στο καφενείο με την πανοραμική θέα (Εικόνα 5). Σήμερα έχει κλείσει και αυτό.

Εικόνα 5: Το παλιό καφενείο χτισμένο από και πάνω στον πωρόλιθο
Ο γιός του Κωστή και της Ολυμπούς
Ο γιός του Κωστή και της Ολυμπούς γεννήθηκε Φλεβάρη μήνα μέσα στη μεγάλη κάμαρη του σπιτιού. Αν ζούσε ο παππούς του, ίσως να τον αποκαλούσε Πουρίνο, αφού ήρθε στον κόσμο περιτριγυρισμένος από πουρί. Το δωμάτιο ήταν μια λαξευμένη πουρόπετρα. Οι τοίχοι, το δάπεδο, τα σκαλοπάτια «όλα από την πέτρα της αυλής», όπως έλεγε ο δάσκαλος.
Ο γιός του μεταλλωρύχου έκανε τα πρώτα του βήματα στην αγκαλιά της λαξευμένης πέτρας· εκεί ξεφώνισε τις πρώτες του λέξεις και το πρώτο κλάμα από ένα πέσιμο στις κοτρόνες της κουζίνας, η οποία παρεμπιπτόντως δεν είχε καν πόρτα. Τα πρώτα βήματα στον «έξω κόσμο» έγιναν στα στενά της Σκαρίνου· στα σοκάκια της πουρόπετρας (Εικόνα 6). Καμμιά άλλη πέτρα δεν είχε το δικαίωμα να ξαπλώσει στους δρόμους του χωριού!

Εικόνα 6: Ο «κεντρικός» δρόμος με τα λιθόχτιστα σπίτια της Σκαρίνου
Εκεί έγινε και ο πρώτος μεγάλος περίπατος, όταν πια είχε γιορτάσει τα τρίτα του γενέθλια. Με τη μικρή του παλάμη στο γερό χέρι της Ολυμπούς διέσχισαν όλο το χωριό. Έφθασαν στη βρύση απ΄ όπου προμηθευόταν καθαρό νερό όλη η Σκαρίνου (Εικόνα 7).

Εικόνα 7: Ό,τι απέμεινε από τη βρύση της Σκαρίνου
Για να ξεδιψάσει από το νερό της βρύσης του αρκούσαν οι δυο μικρές του παλάμες· δεν είχε ανάγκη ούτε από ποτήρι, ούτε από φλιτζάνι Βοημίας. Απέναντι από τη βρύση ήταν το λιοτριβείο· μια μικρή πηγή ευμάρειας για τους αγρότες, αφού εκεί οι ελιές της Σκαρίνου προσφέρονταν στις ατίθασες μυλόπετρες για να φτιαχτεί το θεσπέσιο ελαιόλαδο του χωριού, που ήταν γνωστό σε όλη την επαρχία της Λάρνακας.
Εκεί ο γιὸς του δασκάλου πρωτο-γεύτηκε την ψημένη φέτα ψωμιού – την καπίρα – βουτηγμένη στο ξανθό λάδι, που του πρόσφερε η γυναίκα του ιδιοκτήτη του λιοτριβείου. Είναι κάτι που δεν έχει ξεχάσει μέχρι σήμερα. Τώρα το μόνο που απέμεινε από το ξακουστό ελαιουργείο είναι οι μυλόπετρες (Εικόνα 8). Οι μόνες που άντεξαν, όχι γιατί τις προστάτευε ο Δίας, ο προστάτης των μύλων, ο Μυλέας -όπως λέει η μυθολογία- αλλά γιατί το πέτρωμα από το οποίο φτιάχτηκαν ήταν και αυτό από Σκαρινιώτικη πέτρα.

Εικόνα 8: Ό,τι απέμεινε από το ελαιουργείο της Σκαρίνου
Κατώγια και ανώγια
Σήμερα αναφερόμαστε σε ισόγεια και πρώτους ορόφους. Οι Σκαρινιώτες επιμένουν να τα λένε κατώγια και ανώγια, όπως οι προ-παππούδες τους τον Μεσαίωνα· κατώγαιον και ανώγειον για την ακρίβεια. Αυτά τα κατώγια και ανώγια είναι ό,τι πιο ρομαντικό υπάρχει ακόμα στην πετρόκτιστη Σκαρίνου. Το κατώι μπορεί να περιλάμβανε το υπόγειο, ημιυπόγειο ή ισόγειο τμήμα της διώροφης κατοικίας, που χρησίμευε ως κουζίνα, σαλοτραπεζαρία ή/και αποθηκευτικός χώρος.
Κάποια φορά είχε και ένα πηγάδι στη μέση της αυλής του σπιτιού. Στο ανώι ήταν συνήθως οι κρεβατοκάμαρες. Τα κατώγια και ανώγια έγιναν το «σήμα κατατεθέν» πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η τωρινή τουριστική ανάπτυξη του μικρού παραδοσιακού χωριού. Είναι παντού στα στενά δρομάκια της Σκαρίνου. Ανακαινισμένα για να προσελκύσουν τους τουρίστες με τις άγνωστες -στους γεροντότερους κατοίκους της- γλώσσες του κόσμου. Οι εικόνες που ακολουθούν κατοπτρίζουν τη γραφικότητα τους (Εικόνες 9-11).



Εικόνα 9-11: Κατώγια και ανώγια της Σκαρίνου
Κάτι για αντίο
Τα περήφανα γηρατειά του Ανδρέα Παπανδρέου -αλλιώς αυτοί που διανύουν το φθινόπωρο της ζωής τους- ακουμπούν συχνά στις αναμνήσεις για να κάνουν το επόμενο βήμα πριν φθάσουν στο τέρμα. Έτσι, και ο γιός του μεταλλωρύχου της Καλαβασού -όλο και πιο συχνά- γυρνά στα σοκάκια της Σκαρίνου για να ρίξει μια ματιά στα παράθυρα της κάμαρης, μέσα στην οποία ανάσανε για πρώτη φορά και να περπατήσει στον «κεντρικό» της δρόμο, χωμένος μέσα στην πουρόπετρα.
Γράφοντας τούτες τις σελίδες και κοιτώντας τις φωτογραφίες -που βγάζει κάθε φορά που περνά απ’ το χωριό- νοιώθει το χέρι της Ολυμπούς να τον οδηγεί με σιγουριά στο λιοτριβείο -απέναντι από τη βρύση- για να γευτεί ακόμη μια φορά την καπίρα βουτηγμένη στο λάδι.
[1] Ανάρτηση Χρίστου Αποστολίδη στο Ομάδα του Facebook «Κάποτε στη Λάρνακα»
Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή ή αναδημοσίευση, μερική ή ολική, του εν λόγω περιεχομένου. Το RAWMATHUB.GR διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα δημοσίευσης και παροχής αδειών αναδημοσίευσης κατόπιν έγγραφης άδειας, επιφυλασσόμενο για την άσκηση κάθε νόμιμου δικαιώματος του. Εφόσον επιθυμείτε να χρησιμοποιήσετε το περιεχόμενο, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στο