Οι σύγχρονοι άνθρωποι ανακυκλώνουν τις εφημερίδες, τα πλαστικά μπουκάλια και τα κουτάκια αλουμινίου σε μια προσπάθεια να μειώσουν τα οικιακά τους απορρίμματα. Αλλά λίγοι από εμάς σκεφτόμαστε την τεράστια ποσότητα απορριμμάτων που παράγονται από τα ίδια τα κτίρια στα οποία ζούμε και κινούμαστε.
Η κατασκευαστική βιομηχανία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής πρώτων υλών στον κόσμο. Τα νέα κτίρια ευθύνονται για το 5% των ετήσιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως. Το μεγαλύτερο μέρος των δομικών υλικών θα χρησιμοποιηθεί μόνο για ένα κτίριο και θα απορριφθεί όταν το κτίριο φτάσει στο τέλος της διάρκειας ζωής του, σε περίπου 30 έως 130 χρόνια.
«Προσπαθούμε, ας πούμε, να προβάλλουμε την ανακύκλωση στα καταναλωτικά αγαθά, αλλά ξεχνάμε ότι υπάρχει η κατασκευαστική βιομηχανία που [στις ΗΠΑ] παράγει διπλάσια ποσότητα απορριμμάτων από αυτή που παράγει ο καθένας μας στο σπίτι του στη διάρκεια της ζωής του», τονίζει ο Felix Heisel, αρχιτέκτονας και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Cornell.
Σε αυτό το πλαίσιο, πολλές πόλεις ανά τον κόσμο αρχίζουν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην ιδέα της ανακύκλωσης οικοδομικών υλικών, και ορισμένες έχουν εκδώσει ακόμη και διατάγματα που απαιτούν από τους κατασκευαστές κτιρίων να λάβουν υπόψιν τους αυτές τις πρακτικές. Συγχρόνως, οι αρχιτέκτονες αναζητούν τρόπους ώστε ο σχεδιασμός των νέων κτιρίων να τους δίνει τη δυνατότητα αποσυναρμολόγησης στο τέλος του κύκλου ζωής τους. Πώς μπορεί λοιπόν να μοιάζει μια πόλη που βασίζεται σε αυτές τις αρχές;
Οι ειδικοί προκρίνουν πόλεις με εκτεθειμένες δομές ξύλου και χάλυβα οι οποίες θα είναι εύκολο να συντηρηθούν, θα είναι πιο οικολογικές και ευέλικτες, ικανές να ανταποκριθούν στις ελλείψεις κατοικιών ή στις μετασκευές με σχετική ευκολία. Ωστόσο ο δρόμος προς αυτές τις νέες ανακυκλώσιμες πόλεις είναι μακρύς και θα απαιτήσει τη δημιουργία νέων υλικών, αγορών και οικονομικών κινήτρων. Ίσως χρειαστεί ακόμη και ένας εντελώς νέος τρόπος που θα σκεφτόμαστε την ιδιοκτησία και τη θέση μας στο δομημένο περιβάλλον.
Η κατεδάφιση μιας κατοικίας στις περισσότερες χώρες του κόσμου είναι συχνά σχετικά εύκολη διαδικασία: χρειάζεται ένας εκσκαφέας και μόνο λίγες ώρες. Αλλά αυτή η πρακτική έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα: όλα τα επιμέρους υλικά, σπασμένα και ανακατεμένα, δεν μπορούν στην πραγματικότητα να επαναχρησιμοποιηθούν και πρέπει να απορριφθούν. Δεν χρειάζεται να είναι έτσι, όμως.
Τον Οκτώβριο του 2016, η πόλη του Πόρτλαντ του Όρεγκον των ΗΠΑ υιοθέτησε ένα διάταγμα για τις κατεδαφίσεις, το οποίο απαιτεί οι κατοικίες που χτίστηκαν πριν το 1940 να μην κατεδαφίζονται αλλά να ακολουθείται διαδικασία «αποδόμησης» τους. «Το 2015, η πλειονότητα των σπιτιών που κατεδαφίστηκαν στο Πόρτλαντ κατεδαφίστηκαν με μηχανικό τρόπο. Σήμερα… τα περισσότερα αποσυναρμολογούνται με το χέρι από εργολάβους που ειδικεύονται στην αποδόμηση και τα δομικά υλικά διασώζονται για επαναχρησιμοποίηση», αναφέρει ο Shawn Wood, ειδικός στα δομικά απόβλητα.
Η κίνηση αυτή εμπνεύστηκε από μια σειρά κατεδαφίσεων στην πόλη που ξεκίνησαν το 2014 οπότε και προέκυψαν σημαντικά ζητήματα περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την καύση ή την υγειονομική ταφή των αποβλήτων που προέκυψαν. Πολλές άλλες πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμα του Πόρτλαντ, συμπεριλαμβανομένου του Μιλγουόκι στο Ουισκόνσιν, του Palo Alto και San Jose στην Καλιφόρνια και, από τον Σεπτέμβριο του 2022, του Σαν Αντόνιο στο Τέξας.
Ωστόσο, η αποδόμηση των κτιρίων εμφανίζει σημαντικές προκλήσεις, καθώς τα περισσότερα κτίρια δεν έχουν σχεδιαστεί με αυτό κατά νου. Ένα θέμα είναι ο χρόνος που απαιτείται και το κόστος εργασίας. Το γκρέμισμα μιας κατοικίας με κατεδάφιση μπορεί να διαρκέσει κατά μέσο όρο δύο ημέρες, αλλά η αποδόμηση μπορεί να διαρκέσει έως και 10 ημέρες. «Εάν τα υλικά που ανακτώνται κατά την αποδόμηση ενός κτιρίου έχουν κάποια αξία, η πώληση τους μπορεί να αναπληρώσει το κόστος για τον επιπλέον χρόνο και την εργασία, αλλά συχνά δεν γνωρίζουμε τι υπάρχει μέσα στα κτίρια εκ των προτέρων», λέει ο Heisel από το Πανεπιστήμιο Cornell.
Η ομάδα του Heisel αναπτύσσει τρόπους χρήσης εργαλείων όπως το Lidar (Light detection and ranging) και δεδομένα κατασκευής για να βοηθήσει τους εργαζομένους να εκτιμήσουν γρήγορα τι είδους υλικά που μπορούν να πωληθούν και σε ποιές ποσότητες, υπάρχουν στα κτίρια που πρόκειται να αποδομηθούν. Ένα πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι τα δομικά υλικά που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία με δυνητικά τοξικά χημικά ή έχουν συγκολληθεί σε ένα μείγμα από ξύλο, σκυρόδεμα και χάλυβα μπορεί να είναι δύσκολο να διαχωριστούν και συχνά αδύνατο να επαναχρησιμοποιηθούν.
Αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν, ωστόσο, εάν οι κατασκευαστές ασπάζονταν τη λογική του «σχεδιασμού με δυνατότητα αποσυναρμολόγησης» για όλα τα κτίρια.
Ο σχεδιασμός κτιρίων για αποσυναρμολόγηση είναι, στη βάση του, μια πολύ παλιά τεχνική. Σκεφτείτε τα σπίτια των νομάδων, όπως τα yurts και τα tipis, τα οποία αποσυναρμολογούνται τακτικά λόγω της ανάγκης των νομάδων για μετακίνηση. Υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτα παραδείγματα στην παραδοσιακή ιαπωνική αρχιτεκτονική καθώς και εκθεσιακοί χώροι όπως το Crystal Palace στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τις τελευταίες δεκαετίες, αρκετοί αρχιτέκτονες προωθούν την ενσωμάτωση σχεδίων αποσυναρμολόγησης σε κτίρια γραφείων, διαμερίσματα και σύγχρονες κατοικίες.
Τι διαφοροποιεί ένα κτίριο που έχει σχεδιαστεί για αποσυναρμολόγηση από ένα που δεν έχει;
Μια σημαντική διαφορά είναι στην επιλογή πιο εύκολα ανακυκλώσιμων ή επαναχρησιμοποιούμενων υλικών, όπως το ξύλο και ο χάλυβας, έναντι άλλων όπως το σκυρόδεμα ή η γυψοσανίδα. Μια άλλη διαφορά θα μπορούσε να είναι στον τρόπο σύνδεσης των διαφόρων εξαρτημάτων. Στην περίπτωση αποσυναρμολογούμενων εξαρτημάτων, δε συνίσταται η τοποθέτηση συνδέσεων σε δυσπρόσιτα ή μη ορατά σημεία ή η δημιουργία ανθεκτικών συγκολλήσεων. Στη θέση των συγκολλήσεων και των χημικών που τις συνοδεύουν, οι σχεδιαστές μπορούν να επιλέξουν αφαιρούμενα μπουλόνια ή μηχανικούς συνδετήρες. Ακόμη και μικρές αλλαγές, όπως για παράδειγμα η αντικατάσταση των καρφιών με βίδες, θα μπορούσαν να διευκολύνουν τους εργάτες όταν προκύψει η ανάγκη αποδόμησης. Οι συνδέσεις μπορεί επίσης να υπόκεινται σε διεθνή πρότυπα κατασκευής ώστε να είναι δυνατή η απρόσκοπτη αλλαγή ή μετακίνηση τμημάτων της κατασκευής.
Αυτή η προσέγγιση αρθρωτού σχεδιασμού θα διευκόλυνε τους μελλοντικούς κατοίκους ενός κτιρίου να πραγματοποιούν επισκευές, προσθήκες ή αλλαγές εξαρτημάτων όπως φωτιστικά οροφής ή παράθυρα χωρίς ζημιές και χωρίς να επηρρεάζουν το σύνολο της κατασκευής. Ακόμη και ολόκληρα κομμάτια τοίχων θα μπορούσαν να αφαιρεθούν με το γύρισμα μερικών μπουλονιών. Τα δωμάτια θα μπορούσαν να ανακαινιστούν πλήρως με σχετικά μικρή προσπάθεια ή ακόμη και να αλλάξουν χρήση, με ένα γραφείο να μετατρέπεται σε υπνοδωμάτιο ή ακόμα και σε κουζίνα.
Αυτή η νέα λογική στις κατασκευές έχει υιοθετεί από πολλά αρχιτεκτονικά γραφεία σε κτιριακά έργα όπως το Intelligent Workplace στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon και το NASA Sustainability Base. Ταιριάζει επίσης απόλυτα με τους γενικούς κανονισμούς γύρω από την κυκλική οικονομία – το γενικό πλαίσιο ενεργειών για τον περιορισμό των επιπτώσεων της ανθρωπότητας στο περιβάλλον με την, όσο το δυνατόν ευρύτερη, ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση προϊόντων και υλικών.
Πολλά συστήματα πιστοποίησης, όπως το Breamm του Ηνωμένου Βασιλείου και το DGNB της Γερμανίας, παρέχουν κίνητρα, όπως και το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία. Το 2021, το γραφείο του δημάρχου του Λονδίνου Sadiq Khan δημοσίευσε οδηγίες για μεγάλα κατασκευαστικά έργα στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου, απαιτώντας, εκτός από την εκπόνηση των συνήθων μελετών, την πραγματοποίηση αξιολόγησης εκπομπών άνθρακα για όλο τον κύκλο ζωής τους και σχέδια εφαρμογής αρχών κυκλικής οικονομίας πριν λάβουν έγκριση για την υλοποίηση τους.
Ο Andrea Charlson, επικεφαλής του τμήματος δομημένου περιβάλλοντος για τον ReLondon, έναν οργανισμό συνεργασίας μεταξύ του γραφείου του δημάρχου και των περιφερειών του Λονδίνου, λέει ότι ο σχεδιασμός στη βάση της δυνατότητας αποσυναρμολόγησης ταιριάζει στο σχέδιο ανάπτυξης του Λονδίνου. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, τα νέα έργα θα πρέπει να υποβάλουν δηλώσεις κυκλικής οικονομίας που, μεταξύ άλλων, θα καταδεικνύουν πως η ανάπτυξη θα μειώσει τις απαιτήσεις υλικών και θα «επιτρέψει την αποσυναρμολόγηση και επαναχρησιμοποίηση δομικών υλικών, εξαρτημάτων και προϊόντων στο τέλος της ωφέλιμης ζωής τους», λέει ο Charlson.
Σύμφωνα με μια ανάλυση, ο σχεδιασμός χαλύβδινων κατασκευών με δυνατότητα αποσυναρμολόγησης –όπου μια κατασκευή επαναχρησιμοποιείται πλήρως ως έχει– μπορεί να εξοικονομήσει το 70% της ενέργειας και το 80% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με την περίπτωση όπου η χαλύβδινη κατασκευή θα οδηγούνταν σε ανακύκλωση ως scrap άρα θα απαιτούσε μεγάλη ποσότητα ενέργειας.
Τα κτίρια με δυνατότητα αποσυναρμολόγησης θα μπορούσαν επίσης να είναι πιο ευέλικτα στο σχεδιασμό τους ώστε αρκετά από τα εξαρτήματα να μπορούν να αποσυναρμολογηθούν και να μετακινηθούν, διευκολύνοντας τη συνέχιση της χρήσης των υπαρχόντων κτιρίων καθώς μεταβάλλονται οι ανάγκες των ενοίκων.
Η Leonora Eberhardt, ειδικός σε θέματα δομημένου περιβάλλοντος στην εταιρεία πολιτικών μηχανικών Cowi στη Δανία, λέει ότι όταν ξεκίνησε να εργάζεται στον τομέα αυτό το 2016, πολλοί άνθρωποι εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για την εν λόγω τεχνική. «Όταν μίλησα για το σχεδιασμό κτιρίων με δυνατότητα αποσυναρμολόγησης, [οι άνθρωποι] μου είπαν ότι δε θα συνέβαινε ποτέ», λέει η Eberhardt. «Υπάρχει πραγματικά μια αλλαγή από τότε μέχρι τώρα. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις και περιορισμοί», προειδοποιεί. «Το εμπόδιο που ήταν τότε και παραμένει μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να είναι το ίδιο το έργο και τα χρήματα που απαιτούνται... μπορεί να μην υπάρχει κανένα οικονομικό όφελος από το σχεδιασμό για αποσυναρμολόγηση σήμερα, επειδή αυτό που στην πραγματικότητα κάνουμε είναι να εξασφαλίσουμε πόρους για τις μελλοντικές γενιές.»
Μέρος του προβλήματος είναι ότι ενώ ο σχεδιασμός για αποσυναρμολόγηση μπορεί να εξοικονομήσει χρήματα και να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα μακροπρόθεσμα, επί του παρόντος είναι πιο ακριβός. Η κατασκευή και η χρήση αφαιρούμενων χαλύβδινων μπουλονιών αντί για μη αναστρέψιμες συγκολλήσεις μπορεί να αυξήσει τόσο το χρηματικό κόστος όσο και το κόστος άνθρακα, όσο και αν αυτό φαίνεται οξύμωρο. Μπορεί επίσης να περιπλέξει την κατανομή των οικονομικών κινήτρων, καθώς οι υφιστάμενοι οικοδομικοί κώδικες ενδέχεται να δίνουν προτεραιότητα και να ανταμείβουν τις άμεσες μειώσεις εκπομπών άνθρακα ή απορριμμάτων έναντι των μελλοντικών.
Αντί να αντιμετωπίζουμε το δομημένο περιβάλλον ως ιδιοκτησία, κάτι δηλαδή που έχουμε στην κατοχή μας, θα μπορούσε να είναι κάτι το οποίο απλά αξιοποιούμε έως ότου αυτό περάσει στην επόμενη γενιά.
Η όλη διαδικασία απαιτεί επίσης «πρόβλεψη του μέλλοντος», προειδοποιεί η Freja Nygaard Rasmussen, επιστήμονας στο Norwegian University of Science and Technology και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης αξιολόγησης του κύκλου ζωής ενός υποθετικού κτιρίου που είχε σχεδιαστεί με δυνατότητα αποσυναρμολόγησης το 2019. Τα οφέλη σε προσωρινά ή βραχύβια κτίρια είναι πιο προφανή, λέει, «αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με κτίρια των οποίων η διάρκεια ζωής μπορεί να φτάσει τα 150 έτη, εκεί πρέπει να είμαστε λίγο σκεπτικιστές. Ένα σημαντικό μέρος του περιβαλλοντικού αποτυπώματος ενός κτιρίου συνδέεται με υλικά μεγάλης διάρκειας ζωής όπως ο χάλυβας και το σκυρόδεμα, αλλά αυτή ακριβώς η μεγάλη διάρκεια ζωής τους καθιστά δύσκολο να προβλέψουμε με σιγουριά αν θα μπορούμε πραγματικά να τα επαναχρησιμοποιήσουμε. Θα σχεδιάζουμε κτίρια με τέτοιου είδους στοιχεία σε 150 χρόνια;» αναρωτιέται, σωστά, η Rasmussen.
«Κοιτάζοντας 150 χρόνια πίσω στο χρόνο, οι οικοδομικές πρακτικές ήταν αρκετά διαφορετικές από τις σημερινές. Επομένως, η υπόθεση ότι οι κατασκευές από σκυρόδεμα που κατασκευάσαμε σήμερα θα χρησιμοποιηθούν σε 100 χρόνια, όπως ακριβώς είναι, είναι αρκετά αμφίβολη.» Κατά την Rasmussen, η αξία του όλου εγχειρήματος μπορεί να προέρχεται από την εστίαση σε εξαρτήματα που γνωρίζουμε ότι μπορεί να έχουν μικρότερη διάρκεια ζωής, όπως για παράδειγμα, τα παράθυρα.
Τόσο ο Eberhardt όσο και η Rasmussen προειδοποιούν ότι, ανάλογα με τις αναλύσεις που χρησιμοποιούνται, οι σχεδιαστές κτιρίων θα μπορούσαν επίσης να προσπαθήσουν να πείσουν για αυτά τα μελλοντικά οφέλη σε μια προσπάθεια να «κρύψουν» τις τρέχουσες περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους (greenwashing). Επιπλέον υπάρχουν πολλές άλλες προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν προτού ο σχεδιασμός για αποσυναρμολόγηση γίνει ευρέως διαδεδομένος. Θα πρέπει να αναπτυχθεί μια ισχυρή αγορά για τους ιδιοκτήτες ακινήτων ώστε να αγοράζουν και να πωλούν ανακυκλωμένα υλικα. Οι τύποι και η προέλευση αυτών των υλικών θα πρέπει επίσης να διαθέτουν επαρκή ιχνηλασιμότητα και τεκμηρίωση, μέσω βάσεων δεδομένων ή material passports που θα περιέχουν πληροφορίες για το υλικό που θα βοηθούν στην επαναχρησιμοποίηση του. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι ορισμένες υποδομές, όπως οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, ενδέχεται να μην ταιριάζουν στα πρότυπα του σχεδιασμού με ικανότητα αποσυναρμολόγησης.
Ευτυχώς, πολλοί ειδικοί αντιλαμβάνονται τα οφέλη της τεχνικής και μπορούν να οραματιστούν πώς θα έμοιαζε μια πόλη που βασίζεται πλήρως σε σχέδια για αποσυναρμολόγηση. «Όταν σκέφτομαι μια πόλη σχεδιασμένη για αποσυναρμολόγηση, στην πραγματικότητα σκέφτομαι την ταινία Lego», λέει ο Eberhardt – κάθε δομικό στοιχείο ταιριάζει με το άλλο και μαζί μπορούν να αναδιαμορφωθούν σε αμέτρητες μορφές.
Άλλοι ειδικοί μιλούν για τα κοινωνικά οφέλη ή τα οφέλη για την υγεία των πόλεων που βασίζονται στην επαναχρησιμοποίηση και την κοινή χρήση πόρων – όπως η ύπαρξη πιο δίκαιων οικονομιών και λιγότερων δυνητικά επικίνδυνων αποβλήτων για διαχείριση – ή πόλεων που θα μπορούσαν εύκολα να προσαρμοστούν στις ελλείψεις κατοικιών απλώς αναδιαρθρώνοντας τα υπάρχοντα κτίρια. Η Rasmussen περιγράφει την εικόνα της ενός νεαρού ζευγαριού σε ένα μικρό διαμέρισμα που, όταν αποκτήσει παιδί αντί να μετακομίσει σε άλλο διαμέρισμα, μπορεί απλά να αποκτήσει χρήση διπλανού διαμερίσματος, αποσυναρμολογώντας κάποιον τοίχο για να δημιουργήσει περισσότερο χώρο, και όταν πια τα παιδιά μεγαλώσουν και εγκαταλείψουν το πατρικό σπίτι, η κατοικία θα μπορεί να συρρικνωθεί εκ νέου στη βάση των νέων αναγκών.
Οι ειδικοί σημειώνουν επίσης ότι οι πόλεις θα μπορούσαν να φαίνονται αισθητικά πιο κοντά στο στυλ που είναι γνωστό ως υψηλής τεχνολογίας ή εξπρεσιονιστική αρχιτεκτονική, όπου η εσωτερική δομή είναι πιο προσιτή και ορατή. «Θα εκτιμούσατε τις πρώτες ύλες, όπως ακριβώς είναι», λέει ο Eberhardt. Τα διαμερίσματα θα μπορούσαν να έχουν λιγότερες βαμμένες επιφάνειες και ταπετσαρία και περισσότερο γυμνό ξύλο στους τοίχους.
«Τελικά, ο τρόπος που βλέπουμε τα σπίτια και, μάλιστα, τις πόλεις στο σύνολο τους θα μπορούσε να αλλάξει εάν τα κτίριά μας σχεδιάζονταν για αποσυναρμολόγηση», προσθέτει ο Eberhardt. «Αντί να αντιμετωπίζουμε το δομημένο περιβάλλον ως ιδιοκτησία, κάτι δηλαδή που έχουμε στην κατοχή μας, θα μπορούσε να είναι κάτι το οποίο απλά αξιοποιούμε έως ότου αυτό περάσει στην επόμενη γενιά».
Πηγή: www.bbc.com