Οι αρχαίοι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν εντατικά τα «αργυρεία του Λαυρίου». Ειδικότερα το αθηναϊκό κράτος εκμίσθωνε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τα ορυχεία μετάλλου σε ιδιώτες. Κάπως έτσι οι μεταλλωρύχοι-δούλοι από τα έγκατα της Γης γίνονται οι πρώτοι στυλοβάτες της δύναμης και του μεγαλείου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και οι αφανείς δημιουργοί της δόξας του Παρθενώνα...
Μετά την κλασσική αρχαιότητα ακολουθούν πολλοί αιώνες σιωπής. Η νεότερη ιστορία της μεταλλευτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα αρχίζει να γράφεται περίπου το 1860. Άνθρωποι από όλα τα σημεία του κόσμου συναντιούνται στις γαλαρίες και παλεύουν με το χάος και το έρεβος στα έγκατα της γης. Τα ονόματα τους είναι «καημοί χαραγμένοι στην πέτρα» και «οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή».
Οι σκληρές συνθήκες εργασίας και ο συνεχής κίνδυνος αντί να τους οδηγήσουν στη μιζέρια και στην αδράνεια τους προκαλούν μια τρομακτική δίψα για ζωή. Δεν είναι τυχαίο που όλες οι μορφές της τέχνης έχουν ασχοληθεί έντονα μαζί τους. Στα τραγούδια όμως αποκαλύπτεται ο καθρέφτης της ιδιαίτερης ψυχής τους.
«Ζειμπέκικο» με τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Διονύση Σαββόπουλο

Ο Σαββόπουλος εδώ μιλάει για τα υπόγεια και για τα μηνύματα που εκπέμπουν στα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου! Πρώτη φωνή, η Σωτηρία Μπέλλου («Α ρε Διονύση μέχρι και pop μ’ έβαλες να τραγουδήσω») με την «underground» συνοδεία του δημιουργού. Σκηνές rock από ένα τραγούδι εννέα όγδοα. Ένα αγαπημένο και μαζί εμβληματικό ζεϊμπέκικο που έχει κερδίσει την αιωνιότητα…
Σιδερένιο νησί - Χρήστος Θηβαίος

Το 2016, ο Χρήστος Θηβαίος με αφορμή τα 100 χρόνια από την απεργία της Σερίφου συνθέτει το «Σιδερένιο νησί». Ένα κύκλο δώδεκα τραγουδιών, εμπνευσμένο από τους εργατικούς αγώνες των μεταλλωρύχων της Σερίφου, τον Αύγουστο του 1916, που η ποιητική ματιά του τραγουδοποιού τα ανασυντάσσει σε προσωπική μυθοπλασία.
Άντρα μου πάει - Encardia

Oι Encardia, είναι ένα Ελληνικό συγκρότημα που εμπνέεται, δημιουργεί και παρουσιάζει μουσικές και τραγούδια μέσα από την πλούσια μουσική παράδοση της Κάτω Ιταλίας. Το τραγούδι «Άντρα μου πάει» προέρχεται από την Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia), τα ελληνόφωνα χωριά με τη συγκλονιστική ιστορία. Η διάλεκτος του είναι τα «Grikos», με επιρροή από τα Ιταλικά, αλλά είναι βασικά μια ελληνική γλώσσα.
Συγκλονιστικά τα λόγια του τραγουδιού, όπως και εξαιρετική η διασκευή από το συγκρότημα:
«Οι άνθρωποι μας φεύγουνε και χάνονται
κι αν πάν’ καλά, θα ‘ρθούνε σ’ ένα χρόνο.
Έτσι είναι η ζωή, η ζωή Χριστέ μου,
πάνε στη Γερμανία με κλάμα και πόνο»
Το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε γνωστό στην Ελλάδα, το 1977, με τη Μαρία Φαραντούρη στα «Τραγούδια διαμαρτυρίας από όλο τον κόσμο» και το 1981 το ξανασυναντήσαμε με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου στα «Τραγούδια της χθεσινής μέρας».
Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές - Στέλιος Καζαντζίδης
Αυτό είναι το πιο γνωστό λαϊκό τραγούδι που κάνει αναφορά στους μεταλλωρύχους. Βέβαια, το κυρίως θέμα είναι η μετανάστευση. Γράφτηκε το 1961, τότε που ένα σημαντικό μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, μετανάστευε κυρίως σε δυτικοευρωπαϊκές χώρες λόγω πολιτικο-κοινωνικής κρίσης.
Η μουσική και η ερμηνεία ανήκουν στο Στέλιο Καζαντζίδη και οι στίχοι στον Κώστα Βίρβο. Ο Βίρβος λοιπόν, στο βιβλίο του «Μια ζωή τραγούδια - αυτοβιογραφία» (1985) εξηγεί: «Κάτι που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι ο Καζαντζίδης φοβούμενος τη δύναμη του τραγουδιού άλλαξε τον στίχο κι από - «Στις φάμπρικες της Γερμανίας» τον έκανε «Στον Καναδά, στη Βραζιλία» για να το μαλακώσει. Το «μας παίρνεις απ’ τον τόπο μας τα πιο καλά παιδιά» το άλλαξε στο «μας πήρες απ’ τον τόπο μας», για να μη φαίνεται ότι συνεχίζεται η αιμορραγία της μετανάστευσης. Όλα αυτά για το φόβο της λογοκρισίας».
Λαυριώτισσα - Νότα Καλλέλη
Οι The Miners, τα Λαυριωτάκια, οι έφηβοι της φωτογραφίας με rock διαθέσεις κάπου στη δεκαετία του ’60 ήταν κυρίως παιδιά μεταλλωρύχων της περιοχής. Αρκετά χρόνια νωρίτερα (1939), ο Ιωάννης Διαμαντόπουλος σε στίχους του Βασίλη Μαυροφρύδη έγραψε τη «Λαυριώτισσα» και το "γραμμοφώνησε" με τη φωνή της Νότας Καλλέλη (Columbia). Το τραγούδι ηχογράφησε το 2000 και ο Μπάμπης Γκολές στην Eros Music.
«Μήπως απ’ το μεταλλείο, πήγες κι έβαλες κακιά,
μεσ’ στ’ αφράτα σου τα στήθια, μολυβένια μια καρδιά»
Το συγκεκριμένο τραγούδι όπως αναφέρεται στα σχόλια της συλλογής του μελετητή του ρεμπέτικου Charles Howard, «Women of Rembetika», εντάσσεται στη μελωδική γραμμή της «Φαληριώτισσας», του Γιάννη Παπαιωάννου.

The miners: Συγκρότημα της δεκαετίας του ’60 από το Λαύριο (φωτό από ιδιωτική συλλογή)
Φάτα Μοργκάνα - Μαρίζα Κωχ
«Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατώνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά μας τρέφει,
τρέφεται από μας και μας σκοτώνει»
Το μετάλλευμα φεύγει από το Στρατώνι με καράβι. Σε ένα τέτοιο βαπόρι ασυρματιστής ήταν ο Νίκος Καββαδίας, ο αγαπημένος ποιητής των ναυτικών. Θα έκανε τη γραμμή αυτή και θα έπιανε τον κάβο του Στρατωνίου, όπως το λέει και ο ίδιος στο ποίημα του Fata Morgana.
Χρόνια αργότερα διαδόθηκε ότι το ποίημα αυτό το γράψε για μια Ελένη από το χωριό, που έμοιαζε με Τσιγγάνα. Θλιβερό ήταν και το γεγονός ότι κάποια βαπόρια έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν. Τουλάχιστον τρία ναυάγησαν.

Νίκος Καββαδίας
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά - Νίκος Καζαντζάκης
Μεταλλωρύχος ήταν και ο Αλέξης Ζορμπάς (πραγματικό όνομα Γεώργιος Ζορμπάς, 1865 - 1941). Έγινε γνωστός ως ήρωας του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και παραμένει ο πιο διάσημος μεταλλωρύχος της ελληνικής λογοτεχνίας.
«Ήπιε το ρούμι ρουφιά ρουφιά· το κρατούσε πολλήν ώρα στο στόμα του να το χαρεί, κι έπειτα το άφηνε αγάλια να κατεβαίνει καινα του ζεσταίνει τα σωθικά. Φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…»
– Τι δουλειά κάνεις;, τον ρώτησα.
– Όλες τις δουλειές· του ποδαριού, του χεριού, του κεφαλιού, όλες. Αυτό μας έλειπε τώρα και να διαλέγουμε.
– Πού δούλευες τώρα τελευταία;
– Σ' ένα μεταλλείο. Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. Δούλευα καλά, έκανα τον αρχιεργάτη, παράπονο δεν είχα· μα να που ο διάβολος έβαλε την ουρά του. Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που 'χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.
– Μα γιατί; τι σου 'καμε;
– Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.
………………………………………………………………………………………………………. ………………………………………………………………………………………………………
– Και τι έχεις στον μπόγο; Τρόφιμα; ρούχα; εργαλεία; O σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους, γέλασε.
– Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς. Χάιδεψε με τα μακριά σκληρά του δάχτυλα τον μπόγο.
– Όχι, πρόστεσε· είναι σαντούρι.
– Σαντούρι! Παίζεις σαντούρι;
– Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς, μακεδονίτικους. Κι ύστερα βγάζω δίσκο· να, το σκούφο τούτον, και μαζεύω δεκάρες.
– Πώς σε λένε;
– Αλέξη Ζορμπά…

«……………………………………………………………………………………………………………………. …………………………………………………………………………………………………………………….
– Και πώς έμαθες σαντούρι;
– Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ' ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Όλυμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;», μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!
– Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος είσαι; όργανα θα παίζεις;
– Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…». Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;», μου κάνει. «– Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; – Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! – Έχεις μεράκι για σαντούρι; – Έχω. – Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωμή!». Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. O Θεός ν' αγιάσει τα κόκαλά του, θα 'χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια ή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.
– Μα γιατί, Ζορμπά;
– Ε, σεβντάς!»
Μανώλης Γλέζος

Ο Μανώλης Γλέζος, ένας μεταλλωρύχος στην ψυχή και στο σώμα έχει πει:
«Θα ήθελα πολλά να πω, δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο…Και θα μου επιτρέψετε μόνο, να σας πω κάτι ακόμη. Ποιος είναι ο μεταλλωρύχος.
Θέλετε να δείτε ένα μεταλλωρύχο;
[Αφήνει το μπαστούνι, βγάζει το σακάκι και φεύγει από το βήμα προς τον κόσμο στην άκρη της εξέδρας].
Ο μεταλλωρύχος για να μπορεί να μεταφέρει το σμυρίγλι που έπρεπε να φορτώσουν από τη γαλαρία, από μέσα, από το ορυχείο, και να βγει έξω, ο μεταλλωρύχος έπρεπε να έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Μακριά χέρια. Κοιτάξτε τα χέρια μου που φτάνουν! Μακριά χέρια. Να είναι άλαιμος, γιατί δεν επιτρεπόταν βγαίνοντας να κουνιέται ο λαιμός. Άλαιμος, μακριά χέρια, και κουτσός. Θέλετε να δείτε έναν μεταλλωρύχο; Νάτος.
…………………………………………………………………………………………. ………………………………………………………………………………………….
Νιώθω υπερήφανος, που είμαι απόγονος μεταλλωρύχου... Και για να δείξουμε από την πλευρά της τέχνης το τι έχουμε, τι τραγούδια, τι άλλα πράγματα από την πλευρά της τέχνης, αλλά και να το δούμε και από όλες τις άλλες πλευρές. Γι΄αυτό προτείνω η επόμενη εκδήλωση, να γίνει στ’ Απεράθου της Νάξου.»
[Απόσπασμα από την επετειακή έκδοση της Σχολής Μηχανικών Μεταλλείων-Μεταλλουργών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Μεταλλωρύχοι-Ιχνηλατώντας την ταυτότητά τους μέσα από την τέχνη, Αθήνα, 2019]

Μεταλλωρύχος - Άγγελος ( έργο της Αθηνάς Βαλατσού)
Με πληροφορίες από ogdoo.gr
Η φωτογραφία εξωφύλλου έχει τίτλο «Λαύριο (Στον άγνωστο μιναδόρο)» (credits: Ράλλης Κοψίδης)