Από τις 3 έως τις 7 Ιουλίου 2023, εκπρόσωποι διαφόρων κρατών θα συναντηθούν στα κεντρικά γραφεία του UN International Maritime Organisation (IMO) στο Λονδίνο και θα συζητήσουν νέους στόχους μείωσης του άνθρακα για τη ναυτιλία, έναν τομέα που ευθύνεται για περίπου το 2% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα. Από τις έως τώρα συνομιλίες φαίνεται ότι οι στόχοι διαφοροποιούνται μεταξύ των πλουσιότερων χωρών, οι οποίες επιθυμούν υψηλότερους στόχους για την εκπομπή ρύπων από τη ναυτιλία, και αναπτυσσόμενων χωρών που ανησυχούν για τον οικονομικό αντίκτυπο των πράσινων «μέτρων».
Σύμφωνα με μια συμφωνία του 2018, η ναυτιλιακή βιομηχανία πρέπει να μειώσει τις εκπομπές της κατά 50% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2008 έως το 2050. Ωστόσο, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται όλο και πιο εμφανείς, ένας συνασπισμός κρατών πιέζει ώστε αυτός ο στόχος να αγγίξει το 100%. Όπως και οι αερομεταφορές, η ναυτιλία θεωρείται ένας τομέας «δύσκολος να προσαρμοστεί» στις απαιτήσεις για το κλίμα.
Τεχνολογικές λύσεις για δραστική μείωση των εκπομπών (όπως ηλεκτρικά οχήματα για τον οδικό τομέα) δεν είναι προς το παρόν διαθέσιμες σε κλίμακα για τις θαλάσσιες μεταφορές. Υπάρχουν, ωστόσο, μέτρα που μπορούν να ληφθούν για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα του κλάδου πριν γίνουν βιώσιμα τα καθαρά πλοία, όπως η στροφή από το αργό πετρέλαιο σε καθαρότερες πηγές καυσίμων, όπως για παράδειγμα τα βιοκαύσιμα που προέρχονται από υδρογόνο. Αυτά τα καύσιμα είναι συχνά σε περιορισμένη προσφορά και επομένως πιο ακριβά από τα παραδοσιακά ορυκτά καύσιμα, γεγονός που τα καθιστά δύσκολα σε υιοθέτηση σε μια βιομηχανία που προσπαθεί να διατηρήσει τα κόστη ανεκτά για τους πελάτες της.
Είναι προφανές ότι χωρίς την ύπαρξη ρυθμιστικού πλαισίου, η χαμηλή ζήτηση για εναλλακτικά καύσιμα στη ναυτιλία θα μειώσει το κίνητρο της βιομηχανίας καυσίμων να παράγει περισσότερα πράσινα καύσιμα, διατηρώντας έτσι τις τιμές υψηλές και τη χρήση σε χαμηλά επίπεδα.
Πολλά από τα πλουσιότερα έθνη του κόσμου πιέζουν για επιβολή εισφοράς για τη ρύπανση που προκαλούν οι εκπομπές άνθρακα από τα πλοία, συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ, των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Νορβηγίας. Τα κράτη που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, όπως τα Νησιά του Σολομώντα, υποστηρίζουν επίσης σθεναρά υψηλότερους στόχους και έναν πιθανό φόρο ρύπανσης.
Αλλά δε μοιράζονται όλες οι χώρες τον περιβαλλοντικό ζήλο των κυρίως δυτικών εθνών. Όπως αναφέρουν οι Financial Times, η Κίνα, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, έχει χρησιμοποιήσει τη σημαντική διπλωματική της δύναμη για να αποδείξει ότι «ένας υπερβολικά φιλόδοξος στόχος μείωσης των εκπομπών θα εμποδίσει σοβαρά τη βιώσιμη ανάπτυξη της διεθνούς ναυτιλίας, θα αυξήσει σημαντικά το κόστος της αλυσίδας εφοδιασμού και θα εμποδίσει αρνητικά την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας».
Η Κίνα χαρακτήρισε περαιτέρω το επίπεδο φιλοδοξίας που επιδιώκουν οι ανεπτυγμένες χώρες ως «μη ρεαλιστικό» και το περιέγραψε ως κρυφό μέσο για τις πλούσιες χώρες για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα τους. Η Βραζιλία, η Αργεντινή και η Νότια Αφρική υποστήριξαν επίσης τη θέση της Κίνας, ανησυχώντας για το τι θα σήμαιναν υψηλότεροι στόχοι για τις ναυτιλιακές τους βιομηχανίες. Οι χώρες αυτές επιθυμούν έναν πιο ευέλικτο στόχο, χωρίς το 2050 ως αυστηρή προθεσμία.
Η διαμάχη μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών και ανεπτυγμένων χωρών για τους κλιματικούς στόχους εκτείνεται επίσης πολύ πέρα από τη ναυτιλία. Υπάρχει μια αντίληψη μεταξύ των φτωχότερων εθνών ότι η Δύση προόδευσε χρησιμοποιώντας μέσα έντασης άνθρακα, αλλά τώρα προσπαθεί να απαγορεύσει σε άλλους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Πράγματι, το ζήτημα της κλιματικής «δικαιοσύνης» δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η ακριβής αξιολόγηση του πόσο συνέβαλλαν τα ανεπτυγμένα έθνη ιστορικά για την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης θα ήταν μια καλή βάση συζήτησης. Ωστόσο, η ζημιά που προκαλείται στο περιβάλλον από τις εκπομπές άνθρακα εξακολουθεί να είναι ζημιά, είτε προέρχεται από ανεπτυγμένες ή από αναπτυσσόμενες χώρες. Η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα διακρατικό ζήτημα και το κόστος ελέγχου των συνεπειών για το κλίμα θα είναι σίγουρα σημαντικό.
Με πληροφορίες από euractiv.com