Το Furtalm, ένα ειδυλλιακό ορεινό αγρόκτημα στο Νότιο Τιρόλο στις βόρειες ιταλικές Άλπεις, περιβάλλεται από μικρούς καταρράκτες. Ο ήχος των ορμητικών νερών γεμίζει τον αέρα, μαζί με τα κουδούνια από τις αγελάδες που βόσκουν. Ένα μικρό ποτάμι διασχίζει την περιοχή που εκτός από τη γαλήνη και την ομορφιά που παρέχει, προσφέρει επίσης ενέργεια στους κατοίκους!
Ένα μικροσκοπικό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο παράγει ηλεκτρισμό για ένα ολόκληρο αγρόκτημα και χάρη σε αυτό λειτουργεί η αρμεκτική μηχανή, το ψυγείο στο γαλακτοκομείο όπου παρασκευάζεται το τυρί και όλες οι συσκευές κουζίνας που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαγητών στο εστιατόριο της φάρμας.
«Η ηλεκτρική ενέργεια είναι δωρεάν εδώ, έτσι ήταν πάντα, και η παραγωγή ρεύματος γίνεται κυριολεκτικά δίπλα στο σπίτι μου», λέει η Alexandra Larch, η οποία διευθύνει τη φάρμα και το μικρό εστιατόριο μαζί με την οικογένειά της. Οι γονείς της διαθέτουν μια ακόμη μικρότερη υδροηλεκτρική μονάδα δίπλα στο δικό τους ορεινό αγρόκτημα, τόσο μικροσκοπική που πρέπει να σβήσουν όλες τις ηλεκτρικές συσκευές στο σπίτι πριν ενεργοποιήσουν τη μηχανή αρμέγματος.
Το Νότιο Τιρόλο και οι γειτονικές κοινότητες στις Άλπεις είναι γνωστά ως οι «υδροηλεκτρικοί σταθμοί της Ευρώπης». Η υδροηλεκτρική ενέργεια παράγει περισσότερες από 7.300 γιγαβατώρες (GWh) ετησίως στο Νότιο Τιρόλο, περίπου το 90% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αρκετή για να εξάγει περίπου το ήμισυ της σε άλλες περιοχές της Ιταλίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Πάνω από το 80% αυτής της παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από 30 μεγάλες μονάδες.
Όμως τα τελευταία χρόνια, μια άλλη πτυχή του ενεργειακού εφοδιασμού των Άλπεων κερδίζει όλο και μεγαλύτερη προσοχή: εκατοντάδες μικροί υδροηλεκτρικοί σταθμοί, πολλοί από τους οποίους έχουν πορκύψει μέσα από την παραδοσιακή κουλτούρα της περιοχής για αυτάρκεια και αυτοδιάθεση.
Τα τελευταία χρόνια, μια άλλη πτυχή του ενεργειακού εφοδιασμού των Άλπεων κερδίζει όλο και μεγαλύτερη προσοχή: εκατοντάδες μικροί υδροηλεκτρικοί σταθμοί, πολλοί από τους οποίους έχουν πορκύψει μέσα από την παραδοσιακή κουλτούρα της περιοχής για αυτάρκεια και αυτοδιάθεση.
Υπάρχουν περίπου 1.000 υδροηλεκτρικοί σταθμοί στο Νότιο Τιρόλο και η συντριπτική τους πλειονότητα είναι μικρού ή μεσαίου μεγέθους – που κυμαίνονται από μικροσκοπικούς σταθμούς που τροφοδοτούν ένα μόνο αγρόκτημα, έως ομάδες πιο μεγάλων που καλύπτουν την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας μιας ολόκληρης περιοχής.
Οι περισσότερες μονάδες κάνουν εκτροπή μέρους της ροής του ποταμού, συνήθως από μικρά ή μεγαλύτερα φράγματα, διαμέσου ενός σωλήνα προς έναν στρόβιλο (δεν υπάρχει διεθνής ορισμός του «μικρού υδροηλεκτρικού σταθμού» και το ανώτατο όριο ισχύος μπορεί να διαφέρει πολύ μεταξύ των χωρών, αλλά οι διεθνείς εκθέσεις τείνουν να το ορίζουν ως εγκατεστημένη ισχύ έως και 10MW).
Στο Νότιο Τιρόλο, ένας μικρός υδροηλεκτρικός σταθμός έχει εγκατεστημένη ισχύ έως 220kW και ένας μεσαίος έως 3MW. Αλλού στις Άλπεις, η εικόνα είναι παρόμοια, με μια πληθώρα μικρών ή μεσαίου μεγέθους μονάδων που επιτρέπουν σε μεμονωμένες φάρμες, ή χωριά, να είναι αυτάρκεις, ενώ συνήθως συνεισφέρουν μέτρια, περίπου 10%, στην εθνική παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Οι υποστηρικτές των μικρών υδροηλεκτρικών τα παρουσιάζουν ως μια πηγή ενέργειας σχετικά χαμηλών επιπτώσεων, με περιθώριο παγκόσμιας επέκτασης.
Καθώς οι τιμές ενέργειας αυξάνουν κατακόρυφα και οι φόβοι για διακοπές ρεύματος, μαζί με την κλιματική αλλαγή, επιταχύνουν την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων για τον άνθρακα, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, η ιδέα μιας ισχυρής, ανανεώσιμης τοπικής πηγής ενέργειας μοιάζει ιδιαίτερα ελκυστική. Από την άλλη πλευρά οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το οικολογικό κόστος των μικρών μονάδων μπορεί να είναι υψηλότερο από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως - και πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά με τα οφέλη τους.
Ο ενεργειακός συνεταιρισμός Pflersch είναι υπεύθυνος για το νέο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας που κατασκευάζεται κοντά στο Furtalm, στην όμορφη κοιλάδα Pflersch. Ο διευθύνων σύμβουλος του συνεταιρισμού, Franz Schwitzer, λέει ότι δέχεται πολλά αιτήματα από τα μέσα ενημέρωσης για συνεντεύξεις εφόσον, λόγω της ενεργειακής κρίσης, ο συνεταιρισμός τραβάει την προσοχή.
Ο συνεταιρισμός διαθέτει τέσσερα μικρά έως μεσαίου μεγέθους υδροηλεκτρικά εργοστάσια στην κοιλάδα, το μεγαλύτερο από τα οποία έχει εγκατεστημένη ισχύ περίπου 3MW, καθώς και ένα ίδιας ισχύος το οποίο είναι υπό κατασκευή. Τα περίπου 300 μέλη της κοινότητας (αγρότες, χωρικοί, μικρές εταιρείες και μικρά ξενοδοχεία), πληρώνουν μόνο 3,1 σεντς του ευρώ ανά κιλοβάτ/ώρα (10 σεντ του ευρώ συμπεριλαμβανομένων των φόρων) για κατανάλωση 1.250 kWh το μήνα (όταν η τιμή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία, για λόγους σύγκρισης, ήταν 66 σεντς του ευρώ ανά kWh για το τυπικό νοικοκυριό, συμπεριλαμβανομένων των φόρων).
Ο συνεταιρισμός προμηθεύει επίσης ηλεκτρικό ρεύμα στην τιμή της αγοράς και στα μη μέλη του, όπως μεγάλα ξενοδοχεία και εγκαταστάσεις σκι. Για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, η υδροηλεκτρική ενέργεια που παράγει είναι αρκετή για να κάνει την κοιλάδα Pflersch ενεργειακά αυτάρκη. «Εάν το ιταλικό δίκτυο κατέρρεε, δε θα ήταν πρόβλημα για εμάς κατά τη διάρκεια των εννέα μηνών του έτους – άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο – αν θεωρήσουμε ότι έχουμε τυπικές καιρικές συνθήκες. Απλώς θα αλλάζαμε το δίκτυό μας σε «απομονωμένη λειτουργία» [μόνο για ίδιο-κατανάλωση]», λέει ο Schwitzer. Το χειμώνα, ο συνεταιρισμός αγοράζει επιπλέον ενέργεια από το δίκτυο. Αν μπορούσε να αποθηκεύσει την ενέργεια από τους θερμότερους μήνες, θα ήταν αυτάρκης όλο το χρόνο.
Το μοντέλο με επίκεντρο την κοινότητα δεν είναι ασυνήθιστο στην περιοχή, όπου οι μικρές επιχειρήσεις και οι συνεταιρισμοί θεωρούνται ότι προσθέτουν ποικιλομορφία και ανθεκτικότητα στον ενεργειακό τομέα. Σύμφωνα με τον Thomas Senoner, διευθυντή της δημόσιας υπηρεσίας του Νοτίου Τιρόλου για τη βιώσιμη χρήση των υδάτινων πόρων, μέρος της ενεργειακής πολιτικής της περιοχής είναι η υποστήριξη της αγροτικής ζωής στα βουνά, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών συνεταιρισμών.
Για τους ανθρώπους που οι αυξανόμενες τιμές ενέργειας δημιουργούν οικονομική δυσχέρεια, μια τέτοια αυτάρκεια μπορεί να φαίνεται ως η απόλυτη πολυτέλεια. Όμως, όπως επισημαίνει ο Schwitzer, οι συνεταιρισμοί του Νοτίου Τιρόλου ήταν αποτέλεσμα ανάγκης και προέκυψαν από την ακραία περιθωριοποίηση της περιοχής. Η παραδοσιακά γερμανόφωνη περιοχή περιήλθε υπό ιταλική κυριαρχία στις αρχές του 20ου αιώνα. Μερικές ντόπιες οικογένειες εξακολουθούν να θυμούνται με πικρία την εποχή που η ιταλική κυβέρνηση έχτισε μεγάλους υδροηλεκτρικούς σταθμούς στις παρθένες κοιλάδες τους, πλημμυρίζοντας ιστορικά χωριά και αιωνόβια αγροκτήματα, για να παρέχει ενέργεια σε ιταλικά εργοστάσια και όχι σε απομακρυσμένες αλπικές κοινότητες.
Σήμερα, το Νότιο Τιρόλο είναι μια αυτόνομη επαρχία με έλεγχο των δικών της ενεργειακών πόρων. «Οι συνεταιρισμοί δημιουργήθηκαν αρχικά λόγω ενός μειονεκτήματος, επειδή ήμασταν στην περιφέρεια. Στη δεκαετία του 1950, δε θα λαμβάναμε ποτέ ρεύμα από το κεντρικό δίκτυο», λέει ο Schwitzer. «Έτσι οι άνθρωποι είπαν στον εαυτό τους, εντάξει, θα το κάνουμε μόνοι μας, θα φτιάξουμε το δικό μας εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας. Ήταν γενναίοι πρωτοπόροι που χρησιμοποίησαν τα κεφάλαιά τους ως εγγύηση για να πάρουν πίστωση και να πληρώσουν το κόστος των υδροηλεκτρικών μονάδων. Και αυτό το μειονέκτημα του παρελθόντος, τώρα έχει μετατραπεί σε πλεονέκτημα».
Ο συνεταιρισμός του Schwitzer έχει μια ιδιαίτερα μακρά ιστορία: ο τοπικός ιερέας και τρεις αγρότες ξεκίνησαν το πρώτο τους υδροηλεκτρικό εργοστάσιο σε έναν οικισμό που ονομάζεται Boden σχεδόν πριν από 100 χρόνια. Ο ιερέας κατέγραψε το γεγονός στο εκκλησιαστικό του χρονικό με δραματικό τόνο: «14 Νοεμβρίου 1923. Στις 14.30 το μεσημέρι, το Boden φωτίστηκε με τη λάμψη του ηλεκτρικού φωτός για πρώτη φορά!».
Σήμερα, οι αυστηρότεροι περιβαλλοντικοί κανονισμοί καθιστούν απίθανη οποιαδήποτε περαιτέρω κατασκευή πέρα από το πέμπτο εργοστάσιο του συνεταιρισμού, που βρίσκεται ήδη υπό κατασκευή, λέει ο Schwitzer, ο οποίος βλέπει την αιολική και την ηλιακή ενέργεια ως πιθανές επιλογές για το μέλλον της κοιλάδας, αλλά προς το παρόν και οι δύο αντιμετωπίζουν περιορισμούς.
Τα αιολικά πάρκα αντιμετώπισαν αντιδράσεις από συλλόγους πεζοπορίας των Άλπεων. Τα ηλιακά πάνελ μπορούν να εγκατασταθούν μόνο σε στέγες στο Νότιο Τιρόλο και όχι ως ηλιακά πάρκα στο έδαφος. Η ανακαίνιση και η βελτιστοποίηση των υφιστάμενων υδροηλεκτρικών σταθμών, ειδικά των μεγάλων, είναι ένα σημαντικό βήμα, λέει. Ωστόσο, κατά την άποψή του, τα μικρά υδροηλεκτρικά δεν πρέπει να κρίνονται μόνο για την απόδοση, αλλά και για τον κοινωνικό τους ρόλο που ενισχύει τη ζωή στα βουνά.
«Υπάρχει μια ευρεία συναίνεση εδώ: το νερό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αυτής της ενέργειας προέρχεται από την κοιλάδα, και γι' αυτό θέλουμε να διατηρήσουμε την αξία που δημιουργεί. Πάντα έτσι ήταν εδώ, οργανωνόμαστε, δεν εξαρτόμαστε τόσο από εξωτερική βοήθεια. Για εμάς υπάρχει μια μακρά παράδοση αλληλοβοήθειας σε κακές καιρικές συνθήκες και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ένα στενό δίκτυο εθελοντών, από την τοπική ορχήστρα μέχρι την πυροσβεστική».
Οι υποστηρικτές των μικρών μονάδων υδροηλεκτρικής ενέργειας θεωρούν ότι οι μονάδες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ευημερία και πολλών άλλων κοινοτήτων σε όλο τον κόσμο. Η έκθεση World Small Hydropower Development Report που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Industrial Development Organization) προωθεί αυτές τις μονάδες ως «ανανεώσιμη και αγροτική πηγή ενέργειας για βιώσιμη ανάπτυξη».
Η έκθεση υποδηλώνει ότι οι υδροηλεκτρικές μονάδες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην παροχή ενέργειας σε περίπου ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως που δεν έχουν ακόμη πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι επικριτές των μονάδων τείνουν να κάνουν μια εξαίρεση για απομακρυσμένες, απομονωμένες κοινότητες. Τονίζουν όμως επίσης ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως «έσχατη λύση».
Η Cipra, μια οργάνωση στις Άλπεων που προωθεί τη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής, για παράδειγμα συνιστά τη χρήση μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών «μόνο για περιορισμένες και απομονωμένες τοπικές ανάγκες». Η χρήση τους για παραγωγή ενέργειας πέρα από αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές θα απαιτούσε τόσο μεγάλο αριθμό εγκαταστάσεων «που οι σωρευτικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ίσως ήταν οικολογικά μη-ανεκτές». Εξάλλου, το υπάρχον πλήθος μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών συνεισφέρει ελάχιστα στη συνολική παραγωγή ενέργειας, ακόμη και σε μέρη όπου τέτοιες μονάδες έχουν μακρά ιστορία.
Στην Ελβετία, περισσότεροι από 1.400 μικροσκοπικοί, μικρού και μεσαίου μεγέθους υδροηλεκτρικοί σταθμοί ισχύος έως 10 MW, παράγουν μαζί περίπου το 10% της συνολικής παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Στη Βαυαρία, στον ορεινό νότο της Γερμανίας, το 94% των άνω των 4.000 υδροηλεκτρικών σταθμών της περιοχής έχουν ισχύ κάτω από 1MW, καλύπτοντας μόνο περίπου το 9% της συνολικής παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας. Στην Αυστρία, το 95% των συνδεδεμένων στο δίκτυο υδροηλεκτρικών σταθμών έχουν ισχύ μικρότερη από 10 MW και παράγουν περίπου το 14% της συνολικής παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας. Υπάρχουν άλλες 2.000 περίπου μονάδες εκτός δικτύου στην Αυστρία οι οποίες προμηθεύουν ιδιωτικά νοικοκυριά.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανισορροπία μεταξύ του μεγάλου αριθμού των μικρών μονάδων και της μικρής συνολικής παραγωγής τους είναι παρόμοια. Οι μικρές εγκαταστάσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 91% όλων των εγκαταστάσεων υδροηλεκτρικής ενέργειας αλλά παράγουν μόνο το 11% της συνολικής υδροηλεκτρικής ενέργειας. Και όμως, έχουν παγκόσμια άνθηση τα τελευταία χρόνια – καθώς και ένα αυξανόμενο σύνολο στατιστικών στοιχείων από όλο τον κόσμο που υποδηλώνουν ότι ο αντίκτυπός τους είναι πολύ πιο σημαντικός από ό,τι πιστευόταν προηγουμένως.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα που σχετίζεται με την υδροηλεκτρική ενέργεια από μικρές μονάδες αφορά τον αριθμό των μονάδων που συνήθως είναι μεγάλος», λέει ο Thiago Couto, οικολόγος και μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι. Ο Couto έχει μελετήσει τις επιπτώσεις των μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών σε όλο τον κόσμο, μεταξύ άλλων σε χώρες όπως η Βραζιλία. «Σήμερα, για κάθε μεγάλο φράγμα υδροηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί υπάρχουν άλλα 11 "μικρά" και ο αριθμός τους αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται στο μέλλον. Οι σωρευτικές επιπτώσεις όλων αυτών των μικρών φραγμάτων στην υδρολογία, τη μετανάστευση των ψαριών και την ποιότητα του νερού είναι ένα ζήτημα που προκαλεί ανησυχία, ειδικά σε ποτάμια που φιλοξενούν πολλαπλά φράγματα».
Δημοσιευμένη έρευνα από τον Couto αναφέρει ότι τα μικρά φράγματα υδροηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να προκαλέσουν μικρού ή μεγαλύτερου εύρους διακοπές στη φυσική ροή ενός ποταμού (river fragmentation), το οποίο με τη σειρά του μπορεί να εμποδίσει τα μεταναστευτικά ψάρια να ταξιδέψουν. Και η σώρευση μονάδων έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο. Επίσης, ο όρος «μικρή» δεν μπορεί να αποδίδει τη σημαντικότητα μιας μονάδας σε οικολογικό επίπεδο, σημειώνει ο Couto, καθώς συνήθως αναφέρεται απλώς στην ικανότητα παραγωγής της, παρά σε παράγοντες που έχουν πραγματικά σημασία για την περιβαλλοντική της επίπτωση, όπως το πόσο νερό εκτρέπεται και πόσο νερό παραμένει στην κοίτη του ποταμού.
Επίσης, παρόλο που η υδροηλεκτρική ενέργεια από μικρές μονάδες συνήθως αντιμετωπίζεται ως καλή λύση για μη συνδεδεμένες στο δίκτυο κοινότητες, παγκοσμίως, «η εξάπλωση της δεν προωθείται από την, πραγματική, ανάγκη ηλεκτροδότησης της υπαίθρου», λέει, «αλλά μάλλον από κίνητρα και επιδοτήσεις που την καθιστούν επικερδή επένδυση για επιχειρήσεις».
Ωστόσο, οι απομακρυσμένες κοινότητες δεν είναι απαραίτητα υπέρ των μικρών υδροηλεκτρικών μονάδων. Για παράδειγμα, οι εκτροφείς ταράνδων της Sami στη βόρεια Νορβηγία αντιτάχθηκαν στο παρελθόν στην ανάπτυξη μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών, λόγω ανησυχίας για τις επιπτώσεις στα βοσκοτόπια. Οι επιστήμονες έχουν επίσης επισημάνει το κενό γνώσης γύρω από τα μικρά υδροηλεκτρικά, καθώς μόλις τώρα αρχίζουν να κατανοούν τους διάφορους παράγοντες που διαμορφώνουν τη συνολική επίδραση μιας μονάδας.
Μια ομάδα επιστημόνων που διεξάγει ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα οικολογικής έρευνας στην κοιλάδα Matschertal (Val di Mazia), με επικεφαλής το Ινστιτούτο για το Αλπικό Περιβάλλον στο Ερευνητικό Κέντρο Eurac στο Νότιο Τιρόλο, έκανε μια εκπληκτική ανακάλυψη. Ο κύριος στόχος του έργου τους ήταν να μελετήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ένα αλπικό ποτάμιο οικοσύστημα. Όμως, λίγα χρόνια μετά τη μελέτη, ένας μικρός υδροηλεκτρικός σταθμός εκτροπής ροής ποταμού με φράγμα προστέθηκε στο απότομο, τροφοδοτούμενο από νερό παγετώνων, ποτάμι γρήγορης ροής που παρακολουθούσαν.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν την ευκαιρία να κάνουν μια σύγκριση πριν και μετά των επιπτώσεων της μονάδας στα βενθικά μακροασπόνδυλα - μικρά υδρόβια ζώα που ζουν σε υδάτινα σώματα και χρησιμοποιούνται συνήθως ως δείκτες της οικολογικής κατάστασης. Περίμεναν ότι η μονάδα θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στα μακροασπόνδυλα – αλλά αυτές οι προσδοκίες δεν επιβεβαιώθηκαν. Αντίθετα, τα αποτελέσματα της πενταετούς μελέτης δεν έδειξαν «καμία σημαντική διαφοροποίηση στις βενθικές κοινότητες μακροασπόνδυλων που προέρχονται από τη δραστηριότητα του υδροηλεκτρικού σταθμού».
Μια δεύτερη μελέτη που εξέταζε συγκεκριμένα τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των μακροασπόνδυλων πριν και μετά την εγκατάσταση της μονάδας – δηλαδή πώς αλληλεπιδρούσαν με το περιβάλλον τους και με άλλα είδη – δε βρήκε σημαντικές διαφορές, επίσης. «Ένα πραγματικά σημαντικό σημείο είναι ότι δεν υπάρχουν ψάρια σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος του ποταμού», λέει η Roberta Bottarin, ειδική επιστήμονας σε θέματα λιμνών και αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Αλπικού Περιβάλλοντος στο Eurac, που συνέγραψε τη μελέτη.
«Αν υπήρχαν ψάρια, πιθανότατα θα είχαμε πολύ διαφορετικά αποτελέσματα». Κατά την άποψή της, άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της σχετικά μεγάλης ποσότητας νερού που έμεινε στο αρχικό ρεύμα, μπορεί επίσης να συνέβαλαν στην εξάλειψη των επιπτώσεων της μονάδας. Ωστόσο, προειδοποιεί να μην ερμηνευτούν τα αποτελέσματα ως «πράσινο φως» για την ανάπτυξη μικρών υδροηλεκτρικών μονάδων σε ψηλά ψηλά βουνά, τονίζοντας ότι η ομάδα της μέτρησε τον αντίκτυπο μόνο στα μακροασπόνδυλα, όχι στο ευρύτερο οικοσύστημα.
«Από οικολογική άποψη, τα ποτάμια σε ψηλούς ορεινούς όγκους είναι πολύ ευαίσθητα. Και αν τοποθετήσεις μια μονάδα εκεί, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να διαταραχθεί η οικολογική συνέχεια και η φυσική ισορροπία. Είναι πραγματικά κάτι που πρέπει να εξεταστεί πολύ προσεκτικά.»
Αυτή η «δύσκολη» ισορροπία θα πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνει υπόψη τις ενεργειακές ανάγκες των ορεινών κοινοτήτων. Κατά τη γνώμη της, «Αειφόρος δε σημαίνει μόνο οικολογικός, περιλαμβάνει επίσης κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή, πρέπει να αποδεχτείς έναν συμβιβασμό και να προσπαθήσεις να τον κάνεις όσο το δυνατόν πιο αποδεκτό από οικολογική άποψη, για παράδειγμα διασφαλίζοντας ότι θα παραμείνει αρκετό νερό στο ποτάμι».
Ερωτηθείσα εάν πρέπει να ληφθούν υπόψη κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες κατά την αξιολόγηση του αντίκτυπου της μικρής υδροηλεκτρικής ενέργειας, όπως οι ανάγκες των απομακρυσμένων κοινοτήτων στις Άλπεις, η Christine Weber, οικολόγος ποταμών στο Swiss Federal Institute of Aquatic Science and Technology (Eawag), είπε: «Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Τείνω να λέω ότι χρειάζεται αξιολόγηση κατά περίπτωση και κυρίως να εξετάζουμε συνολικά τον οικολογικό αντίκτυπο στη λεκάνη απορροής του ποταμού».
Σε άρθρο - ανασκόπησης που γράφτηκε από την Weber και άλλους το 2018 αναλύθηκαν στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο σε κλίμακα λεκάνης, που μπορεί να περιλαμβάνει ιζήματα που φράζουν την κοίτη του ρέματος, ένα φτωχότερο βιότοπο για τα ψάρια και μια αρνητική επίδραση στους πληθυσμούς των ψαριών. Σύμφωνα με την ανασκόπηση, η αύξηση των μικρών μονάδων εκμετάλλευσης της υδροηλεκτρικής ενέργειας «επιδεινώνει την υποβάθμιση των οικοτόπων και τροφοδοτεί περαιτέρω την απώλεια βιοποικιλότητας».
Υπάρχουν και άλλοι που έχουν εκφράσει παρόμοιες προειδοποιήσεις. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, για παράδειγμα στην Αυστρία, έχουν εκφράσει ανησυχίες. Γερμανοί επιστήμονες τάχθηκαν κατά των μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών σε ανοιχτή επιστολή τους, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ανανεώσιμη αλλά όχι απαραίτητα φιλική προς το περιβάλλον» πηγή ενέργειας.
Ο τουρισμός είναι ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας του Νοτίου Τιρόλου και παρέχει στις κοινότητες μια τοπική πηγή εισοδήματος – ωστόσο, ασκεί επιπλέον πίεση στις τοπικές πηγές ενέργειας. Και η εξοικονόμηση ενέργειας είναι πιθανώς ευκολότερη για έναν τουρίστα, παρά για έναν αγρότη με κοπάδι αγελάδων και ψυγεία γεμάτα γάλα και τυρί. Η διατήρηση του ενεργειακού αποτυπώματος των επισκεπτών σε τέτοιες περιοχές είναι, ίσως, η σημαντικότερη συνεισφορά τους ώστε να διατηρηθούν τα πανέμορφα αυτά μέρη αναλλοίωτα για τις μελλοντικές γενιές.
Με πληροφορίες από BBC Future