Η Γερμανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές για πολλές ζωτικής σημασίας πρώτες ύλες και συχνά βασίζεται εξ ολοκλήρου σε άλλες χώρες για να καλύψει τη ζήτηση, σύμφωνα με μελέτη, η οποία προειδοποίησε ότι μεγάλο μέρος αυτής της εξάρτησης εντοπίζεται σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα.
Το ερευνητικό ινστιτούτο DIW προσδιόρισε 30 πρώτες ύλες ως ιδιαίτερα κρίσιμες και εκτίμησε την εξάρτηση της Γερμανίας από τις εισαγωγές στο 100% για 14 από αυτές. Για άλλες τρεις, η εξάρτηση προσδιορίστηκε σε πάνω από 95%. Οι πρώτες ύλες προσδιορίστηκαν ως κρίσιμες, εφόσον ήταν απαραίτητες σε κρίσιμους βιομηχανικούς τομείς και αντιμετώπιζαν κινδύνους όσον αφορά στην επάρκεια της προσφοράς τους.
«Η Ρωσία μας έδειξε με εμφατικό τρόπο φέτος πώς η εξάρτηση από τις πρώτες ύλες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πολιτικής πίεσης, καθώς και ότι αυτή η εξάρτηση μπορεί να έχει πολύ σοβαρές οικονομικές συνέπειες», δήλωσε ο Lukas Menkhoff, επικεφαλής του τμήματος παγκόσμιας οικονομίας του DIW.
Οι εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία έχουν μειωθεί σημαντικά από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ωθώντας τον πληθωρισμό στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σε υψηλά επίπεδα, δεδομένο που αναγκάζει τη Γερμανία να αναζητήσει εναλλακτικές πηγές για τις αναγκαίες πρώτες ύλες.
Στην περίπτωση των σπάνιων γαιών, απαραίτητων για την κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων και ανεμογεννητριών, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολο της εξαρτώνται περισσότερο από το 90% από προμήθειες από την Κίνα, σύμφωνα με τη μελέτη.
Με πληροφορίες από reuters.com