Η Κίνα είναι στρατηγικά πολύ καλύτερα προετοιμασμένη όσον αφορά στην πράσινη μετάβαση και έχει ένα πλεονέκτημα τουλάχιστον 15 ετών όσον αφορά στην εξόρυξη και την επεξεργασία κρίσιμων πρώτων υλών που θα τροφοδοτήσουν τις τεχνολογίες μηδενικών εκπομπών άνθρακα.
Με την παρουσίαση του νόμου περί κρίσιμων πρώτων υλών τον Μάρτιο, η ΕΕ έχει εντείνει σημαντικά τις προσπάθειες της για να διασφαλίσει την απρόσκοπτη πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες όπως το λίθιο ή το κοβάλτιο, που είναι απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση. Ωστόσο, η Κίνα είναι μακράν ο κυρίαρχος παίκτης στον τομέα αυτό.
«Νομίζω ότι είναι πολύ σαφές ότι η Κίνα είναι στρατηγικά προετοιμασμένη για την νέα οικονομία που θα βασίζεται σε καθαρές τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας και απαιτεί μεγάλες ποσότητες κρίσιμων πρώτων υλών. Η Ευρώπη δεν είναι. Συνεπώς, νομίζω ότι πρέπει να είμαστε πολύ ειλικρινείς ότι ως Ευρώπη βρισκόμαστε λίγο πολύ εκεί που ήταν η Κίνα πριν από 15 με 20 χρόνια. Τα σχέδια της Κίνας για την ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών, είτε πρόκειται για μπαταρίες υδρογόνου, είτε για αιολική και ηλιακή ενέργεια, ή για στρατηγικές σε σχέση με τις ορυκτές πρώτες ύλες, είχαν ήδη οριστικοποιηθεί πριν 15 με 20 χρόνια», δήλωσε ο Georg Riekeles, αναπληρωτής διευθυντής στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πολιτικής (EPC).
Δειτε ακομη
Το σχέδιο της Ευρώπης
Στο νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει σαφή σημεία αναφοράς για την αυτονομία της Ευρώπης σε σχέση με τις πρώτες ύλες που θεωρούνται στρατηγικές. Μέχρι το 2030, το 10% των αναγκών της Ευρώπης για αυτές τις πρώτες ύλες θα πρέπει να προέρχεται από εγχώριους πόρους. Ένα επιπλέον 15% θα πρέπει να προέρχεται από την ανακύκλωση, ενώ το 40% των πρώτων υλών θα πρέπει να επεξεργάζεται στην Ευρώπη.
Ωστόσο, αυτά τα σημεία αναφοράς θα είναι δύσκολο να επιτευχθούν, καθώς η ΕΕ είναι επί του παρόντος σε θέση να εξορύξει μόνο ένα μικρό κλάσμα των αναγκών της σε κρίσιμες πρώτες ύλες και η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ζήτηση για ορυκτά υψηλής κρισιμότητας, όπως ο γραφίτης, το λίθιο ή το κοβάλτιο, θα αυξηθεί κατά 500% έως το 2050.
«Βραχυπρόθεσμα, η Ευρώπη είναι απίθανο να καταφέρει να δημιουργήσει μία εγχώρια εξορυκτική βιομηχανία για αυτές τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Η Ευρώπη έχει καθυστερήσει αρκετά να μπει σε αυτό το παιχνίδι με ενοποιημένο και εστιασμένο σχέδιο και άλλες χώρες είναι ήδη εκεί», δήλωσε ο Ansgar Thole, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Komatsu Γερμανίας, επισημαίνοντας την κυριαρχία της Κίνας όσον αφορά στην εξόρυξη.
Η κυριαρχία της Κίνας
Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή κρίσιμων πρώτων υλών. Σύμφωνα με αναφορά του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), η ΕΕ εξαρτάται επί του παρόντος 100% από ξένους προμηθευτές σε 14 από τις 27 κρίσιμες πρώτες ύλες, ενώ για τρεις κρίσιμες πρώτες ύλες εξαρτάται κατά 95%.
Οι περισσότερες εισαγωγές προέρχονται από την Κίνα, η οποία κατέχει σχεδόν το μονοπώλιο όσον αφορά στην εξόρυξη και επεξεργασία κρίσιμων πρώτων υλών. Η ΕΕ, για παράδειγμα, εισάγει το 93% των αναγκών της σε μαγνήσιο και το 86% των αναγκών της σε μέταλλα σπανίων γαιών από την Κίνα.
Ωστόσο, η Κίνα, εκτός της εξόρυξης, είναι κυρίαρχη και στην επεξεργασία πολλών από αυτές τις πρώτες ύλες, ακόμα κι αν δεν τις εξορύσσει. Για παράδειγμα, ενώ μόνο το 9% περίπου του λιθίου στον κόσμο εξορύσσεται στην Κίνα, περίπου το 60% επεξεργάζεται εκεί.
Η ΕΕ έχει αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα στο νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών με τη λεγόμενη «ρήτρα της Κίνας». Για να αποφευχθούν πιθανές ελλείψεις εφοδιασμού και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων, η ΕΕ στοχεύει να μην εξαρτάται περισσότερο από 65% από μία και μόνο χώρα, πράγμα που θα σήμαινε ότι η ΕΕ θα πρέπει να διαφοροποιήσει σημαντικά την αλυσίδα αξίας της για να ανταποκριθεί σε αυτό το στόχο.
Με πληροφορίες από euractiv.com