Αύξηση παραγωγής, εξαγωγών και κερδοφορίας, αλλά και επιτάχυνση των επενδύσεων στη νέα ενέργεια, ανακοίνωσε η HELLENiQ ENERGY με τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου 2023.
Συγκεκριμένα, η παραγωγή προϊόντων ανήλθε στους 3,6 εκατ. τόνους, σημαντικά υψηλότερα (+29%) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 27%, στο 60% επί του συνόλου των πωλήσεων, ενώ τα συγκρίσιμα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν σε 252 εκατ. από 4 εκατ. το 2022, ενώ τα δημοσιευμένα κέρδη μειώθηκαν στα 155 εκατ., από 346 το 2022, λόγω, κυρίως, της υποτίμησης των αποθεμάτων εξαιτίας της πτώσης των διεθνών τιμών των καυσίμων.
Σε σχέση με τη νέα ενέργεια, αξιολογείται επένδυση σε τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) σε υφιστάμενη μονάδα του διυλιστηρίου Ελευσίνας, για την παραγωγή «μπλε» υδρογόνου, για την οποία, πρόσφατα υποβλήθηκε αίτηση χρηματοδότησης στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Καινοτομίας.
Επιπλέον, κοντά στην τελική επενδυτική απόφαση βρίσκεται η πιλοτική επένδυση σε «πράσινο» υδρογόνο στο διυλιστήριο της Ελευσίνας, ενώ έργα για παραγωγή βιοκαυσίμων σε διυλιστήριο του Ομίλου, έχουν μπει σε φάση υλοποίησης. «Σημαντικό ρόλο στις νέες τεχνολογίες έχει η πρόσβαση σε φθηνή πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και, στο πλαίσιο αυτό, το χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ που αναπτύσσουμε, πέρα από την όποια ανεξάρτητη επιχειρηματική λογική έχει, μπορεί να λειτουργήσει και ως σημαντικός πόλος συνεργιών προς τη βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος των δραστηριοτήτων μας», τονίζει η εταιρεία.
Σε σχέση με τις έρευνες υδρογονανθράκων, επισημαίνεται ότι οι εργασίες προχωρούν ικανοποιητικά, αλλά δε θα πρέπει να αναμένονται αποφάσεις εντός του 2023. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, ο διευθύνων σύμβουλος της HELLENiQ ENERGY Holdings, Ανδρέας Σιάμισιης, επεσήμανε: «Έναν χρόνο μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οι ισορροπίες στη διεθνή ενεργειακή αγορά έχουν επανακαθοριστεί με κάποιες από τις επιπτώσεις να περιορίζονται, αλλά με σημαντικά διαφοροποιημένη αντίληψη, όσον αφορά τη στρατηγική και τις προτεραιότητες του κλάδου.
«Η στόχευση για μια περιβαλλοντικά πιο ουδέτερη ενεργειακή αγορά παραμένει προτεραιότητα και, φυσικά, καθορίζει τις σημερινές και μελλοντικές μας επενδύσεις σε ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας, καθώς και σε μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των ενεργειακών προϊόντων που παράγουμε. Ταυτόχρονα όμως, οι πρόσφατες εμπειρίες της ενεργειακής κρίσης, αλλά και τα τεχνικά προβλήματα που αρχίζουν να διαφαίνονται με την αύξηση των ΑΠΕ, επανέφεραν με πιο εμφατικό τρόπο την ανάγκη επαρκούς μακροπρόθεσμου σχεδιασμού της ενεργειακής ασφάλειας, τόσο από πλευράς προσβασιμότητας και κόστους των ενεργειακών προϊόντων, όσο και στο είδος των επενδύσεων που απαιτούνται.
Η στρατηγική μας όπως περιγράφεται και στο Vision 2025, λαμβάνει υπόψη τα πιο πάνω και, έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία την πρώτη φάση του μετασχηματισμού, προχωράμε σε ανάπτυξη στη Νέα Ενέργεια, με αυξανόμενη έμφαση σε ανάπτυξη και εκτός Ελλάδος και σε λύσεις αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και σε αξιολόγηση και υλοποίηση επενδύσεων που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση των διυλιστηρίων και την ουσιαστική βελτίωση του περιβαλλοντικού μας αποτυπώματος.
Ταυτόχρονα, εστιάζουμε στη σωστή λειτουργία και αποδοτικότητα όλων των δραστηριοτήτων μας και, στο πλαίσιο αυτό, τα αποτελέσματα του Α’ Τριμήνου είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, καθώς σημειώνεται αύξηση παραγωγής, εξαγωγών και κερδοφορίας σε σχέση με πέρυσι. Η υψηλή λειτουργική κερδοφορία, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ισχυρά περιθώρια διύλισης για την περιοχή της Μεσογείου και τη λειτουργική ευελιξία των διυλιστηρίων, που είναι σε θέση να αριστοποιήσουν τα αποτελέσματα μας.
Αντίστοιχα, οι περιοχές που μπορούμε να επηρεάσουμε και στις άλλες δραστηριότητές μας, παρόλο που καθορίζουν σχετικά λιγότερο τα συνολικά αποτελέσματα (δίκτυα πρατηρίων, δραστηριότητες εξωτερικού, ΑΠΕ) εμφανίζουν συνεχή βελτίωση. Η πρόβλεψη για το επόμενο διάστημα είναι ότι η διεθνής αγορά θα κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα περιθωρίων, αλλά οι εκτιμήσεις για την ελληνική αγορά παραμένουν θετικές, με βελτιωμένη ζήτηση, καθώς μπαίνουμε στην τουριστική περίοδο, αλλά και λόγω αυξημένων επενδύσεων».