Εάν η βιομηχανία σκυροδέματος και τσιμέντου εφαρμόσει μια κυκλική αλυσίδα αξίας, ο τομέας θα μπορούσε να δημιουργήσει καθαρή αξία 110 δισεκατομμυρίων ευρώ και να μειώσει κατά περίπου δύο δισεκατομμύρια τόνους τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050.
Πρόσφατη έκθεση της McKinsey & Company παρουσιάζει τις τεράστιες δυνατότητες της συγκεκριμένης βιομηχανίας, η οποία είναι από τις πιο ρυπογόνες, να στραφεί προς μια κυκλική αλυσίδα αξίας. Μερικές από τις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν είναι η δέσμευση εκπομπών CO2 από την παραγωγή τσιμέντου και σκυροδέματος, η χρήση αποβλήτων για την παραγωγή ενέργειας και η δημιουργία ενός συστήματος ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης πόρων σε όλο των κλάδο των κατασκευών.
Η κυκλική αλυσίδα αξίας είναι στην πραγματικότητα ένα οικονομικό μοντέλο που ελαχιστοποιεί τη σπατάλη και μεγιστοποιεί την αποδοτικότητα των πόρων. Η επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση και η αναγέννηση υλικών και πόρων μπορούν να δημιουργήσουν αξία, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ο βασικός στόχος είναι η δημιουργία ενός πιο βιώσιμου συστήματος, όπου οι πόροι θα κυκλοφορούν συνεχώς και θα ελαχιστοποιούνται τα απόβλητα.
Οι κυκλικές διεργασίες έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν σχεδόν το 80% όλων των εκπομπών που σχετίζονται με την παραγωγή τσιμέντου και σκυροδέματος έως το 2050, σύμφωνα με την έκθεση. Θα μπορούσαν επίσης να αντισταθμίσουν περισσότερες από τις μισές απώλειες του κλάδου που προκύπτουν από το αυξημένο κόστος και τη μειωμένη ζήτηση.
«Η εφαρμογή των αρχών της κυκλικής οικονομίας στο τσιμέντο και το σκυρόδεμα, όχι μόνο θα βοηθούσε στην απομάκρυνση των εκπομπών άνθρακα που είναι απόρροια της διαδικασίας των κατασκευών, αλλά θα δημιουργούσε τεράστια οικονομική αξία», σύμφωνα με τον Jukka Maksimainen, ειδικό σε θέματα ενέργειας και υλικών στη McKinsey.
«Η βιομηχανία τσιμέντου βρίσκεται στην τέλεια θέση για να δημιουργήσει κλειστούς βρόχους για το CO2, τα υλικά και τα ορυκτά, καθώς και την ενέργεια. Εκτιμούμε ότι κάθε μία από αυτές τις κυκλικές τεχνολογίες θα είναι θετική ως προς την αξία της μέχρι το 2050, ενώ ορισμένες είναι ήδη πιο κερδοφόρες από τις σημερινές τυπικές λύσεις. Αυτό θα μειώσει επίσης δραστικά τις παγκόσμιες εκπομπές και το 30% έως 40% των παγκόσμιων στερεών αποβλήτων που δημιουργούνται μέσω της κατασκευής και της συντήρησης του δομημένου περιβάλλοντος».
Η έκθεση διαπίστωσε ότι μόνο η ανακύκλωση και η επαναχρησιμοποίηση δομικών υλικών θα μπορούσε να συνεισφέρει σχεδόν 80 δισ. ευρώ σε ετήσια κέρδη, ενώ η επαναχρησιμοποίηση κατασκευών από σκυρόδεμα θα μπορούσε να δημιουργήσει εκτιμώμενη καθαρή αξία 24 δισ. ευρώ έως το 2050. Περιοχές με υψηλό κόστος υγειονομικής ταφής και σημαντικά απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη χρήση εναλλακτικών καυσίμων που θα παράγονται από απόβλητα υλικά, με το παγκόσμιο μέσο μερίδιο εναλλακτικών καυσίμων να φτάνει το 43% έως το 2050.
«Οι παραγωγοί τσιμέντου και άλλοι παράγοντες του κλάδου θα πρέπει να συμμετέχουν στην οικοδόμηση κυκλικών επιχειρηματικών μοντέλων και να χρησιμοποιούν κυκλικές τεχνολογίες για να μπορούν να είναι πιο ευπροσάρμοστοι σε εξελισσόμενους χρηματοοικονομικούς κινδύνους», δήλωσε ο Sebastian Reiter, συνεργάτης στο Global Energy & Materials της McKinsey.
«Η συνολική αξία που κινδυνεύει να χαθεί από την αύξηση στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 και του κόστους υγειονομικής ταφής, θα μπορούσε να φτάσει περίπου τα 210 δισ. ευρώ έως το 2050. Αυτό θα επιταχύνει σημαντικά την υιοθέτηση των κυκλικών τεχνολογιών. Για παράδειγμα, η έρευνα μας δείχνει ότι τεχνολογίες που χρησιμοποιούν CO2, όπως η σκλήρυνση έτοιμου σκυροδέματος ή προκατασκευασμένου σκυροδέματος, μπορούν να δημιουργήσουν θετική οικονομική αξία σε τιμές άνθρακα σε ποσοστό περίπου 80%, ενώ η χρήση δομικών αποβλήτων ως αδρανή για την παραγωγή σκυροδέματος, θα μειώσει σημαντικά το κόστος υγειονομικής ταφής.
Η βιομηχανία τσιμέντου είναι ένας σημαντικός παράγοντας εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, περίπου το 36% όλων των εκπομπών στις κατασκευαστικές δραστηριότητες. Όσο η βιομηχανία των κατασκευών παραμένει ένας από τους κορυφαίους συντελεστές στην κλιματική αλλαγή, είναι απαραίτητο να ενταθούν οι προσπάθειες με στόχο τη βιωσιμότητα και η ανάληψη ταχείας δράσης.
Με πληροφορίες από consultancy.eu