Στον απόηχο των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ για τα κρίσιμα και στρατηγικά μέταλλα, η Γαλλία ετοιμάζεται να καταγράψει τους πόρους που διαθέτει στο γαλλικό υπέδαφος. Η συγκυρία είναι απολύτως κατάλληλη για κάτι τέτοιο, υποστηρίζουν οι ειδικοί. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την Αυστραλία, η Γαλλία υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας για στρατηγικά και κρίσιμα μέταλλα με τη Μογγολία στις 12 Οκτωβρίου 2023, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο Παρίσι του προέδρου της Μογγολίας Ukhnaa Khutelsukh.
Η Γεωλογική Υπηρεσία της Γαλλίας (BRGM), η οποία έχει υπογράψει τη συμφωνία, δήλωσε ότι αυτή η νέα συνεργασία «θα καταστήσει δυνατή την κατασκευή διαφόρων έργων κοινού ενδιαφέροντος που θα επιτρέψουν στη Μογγολία να κατανοήσει τις δυνατότητες και να αναπτύξει τα κρίσιμα μέταλλα που διαθέτει».
Οι γεωλογικές υπηρεσίες της Γαλλίας και της Μογγολίας εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να ξεκινήσουν ένα δορυφορικό πρόγραμμα αναζήτησης λιθίου στη Μογγολία. Αυτό αποτελεί όφελος για τη χώρα της Κεντρικής Ασίας αλλά και για την ΕΕ, η οποία είναι πρόθυμη να διαφοροποιήσει τους προμηθευτές κρίσιμων και στρατηγικών μετάλλων που είναι απαραίτητα για την επιτυχία της ενεργειακής και κλιματικής μετάβασης της, ιδίως λόγω της εξάρτησης των κρατών-μελών κατά 75 έως 100% από τρίτες χώρες για τον εφοδιασμό τους σε κρίσιμα και στρατηγικά μέταλλα.
Προκειμένου να διορθωθεί αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τον Μάρτιο 2023 το νόμο για τις πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας (CRMA), ο οποίος επιδιώκει επίσης την καλύτερη χρήση των εγχώριων πόρων των κρατών μελών. Μόνο για το λίθιο, για παράδειγμα, η Γαλλία θα έχει επαρκείς ικανότητες για να εξοπλίσει περισσότερα από 700.000 έως 950.000 αυτοκίνητα με ηλεκτρικές μπαταρίες ετησίως για αρκετές δεκαετίες. Παρόλα αυτά η ποσότητα αυτή επαρκεί για λιγότερο από το 50% των φιλοδοξιών της γαλλικής κυβέρνησης για παραγωγή 2 εκατ. ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ετησίως έως το 2030. Φυσικά το λίθιο από μόνο του δε θα είναι αρκετό για να εξασφαλίσει τη γαλλική και ευρωπαϊκή ενεργειακή μετάβαση. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2023, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε την έναρξη καταγραφής ενός «σημαντικού αποθέματος ορυκτών πόρων».
Η Γαλλία διαθέτει, μεταξύ άλλων, νικέλιο, κοβάλτιο, μαγνήσιο, χαλκό, βολφράμιο και σπάνιες γαίες, αλλά και «πολλά δευτερεύοντα μέταλλα απαραίτητα για την προσαρμογή των ιδιοτήτων των κρίσιμων και στρατηγικών μετάλλων», δήλωσε ο Christophe Poinssot, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της BRGM, σε συνέντευξη Τύπου στις αρχές Οκτωβρίου.
Σε συμφωνία με τις δηλώσεις Macron, ο Poinssot αναφέρθηκε και αυτός στο θέμα της καταγραφής των αποθεμάτων. «Η τελευταία σχετική καταγραφή αποθεμάτων χρονολογείται τον περασμένο αιώνα», είπε ο Poinssot, διευκρινίζοντας ότι κάλυπτε μόνο μέρος του εδάφους και του υπεδάφους, χωρίς να επανεξετάσει τις περιοχές που είχαν ήδη εξορυκτικά έργα. «Υπήρχε λιγότερη ανάγκη εκείνη την εποχή. Μόνο περίπου είκοσι χημικά στοιχεία αναζητήθηκαν, σε σύγκριση με περίπου πενήντα σήμερα. Επί του παρόντος, οι αρμόδιες αρχές συζητούν το χωροχρονικό πλαίσιο της απογραφής. Το πρόγραμμα δεν έχει ακόμη καθοριστεί», δήλωσε ο εμπειρογνώμονας της BRGM, προσθέτοντας ότι είναι απαραίτητο να «είμαστε έτοιμοι να εκκινήσουμε τις σχετικές διαδικασίες το συντομότερο δυνατό».
Ο χρόνος τελειώνει για την επίτευξη των στόχων της Ευρώπης. Ήδη τον Ιούλιο, ο Poinssot δήλωσε σε ΜΜΕ της Γαλλίας ότι «η ΕΕ δε θα μπορέσει ποτέ να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει στην CRMA χωρίς την ταχεία ανάπτυξη νέων μεταλλείων. Ωστόσο, μόνο η απογραφή, και μόνο στις «πιο υποσχόμενες» περιοχές, θα διαρκέσει πέντε έως έξι χρόνια, με κόστος περίπου 100 εκατ. ευρώ. Και όλα τα βήματα -εξερεύνηση, μελέτες επιπτώσεων, αδειοδότηση, εκμετάλλευση- που απαιτούνται για το άνοιγμα ενός ορυχείου χρειάζονται έως και 15 χρόνια, ή ακόμα και 17 χρόνια αν πρόκειται για χαλκό».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Poinssot ήταν πιο καθησυχαστικός, γιατί «σε αντίθεση με τη Γαλλία, πολλές γειτονικές χώρες δεν έχουν σταματήσει να αναπτύσσουν εξορυκτικά έργα». Αυτή η κουλτούρα, σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο σεβασμό για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές πτυχές τέτοιων έργων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη αποδοχή της επιστροφής της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ευρώπη.
«Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πραγματική περιβαλλοντική ευαισθησία των Σουηδών ή των Φινλανδών, για παράδειγμα. Ωστόσο, κατάφεραν όχι μόνο να διατηρήσουν αλλά και να αναπτύξουν την εξορυκτική τους δραστηριότητα εξόρυξης», εξηγεί ο Poinssot. O CRMA στοχεύει να υποστηρίξει προγράμματα εξερεύνησης σε ολόκληρη την ΕΕ καθιστώντας υποχρεωτική για τα κράτη μέλη την ενημέρωση των δεδομένων για έργα ζωτικής σημασίας πρώτων υλών στην επικράτεια τους μία φορά το χρόνο.
Το 2022, η βάση δεδομένων της ΕΕ μέτρησε περισσότερα από 955 έργα σε 22 χώρες που καλύπτουν 26 κρίσιμα και στρατηγικά μέταλλα, σύμφωνα με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι η ΕΕ συλλέγει αυτού του είδους τα δεδομένα από το 2018. Επιπλέον, «η τεχνογνωσία μοιράζεται στη EuroGeoSurveys», εξήγησε ο Poinssot.
«Θα ήταν ίσως καλύτερο να ζητήσουμε από τα τρία μεγαλύτερα ευρωπαϊκά παρατηρητήρια ορυκτών πόρων [Γαλλία, Γερμανία και Σκανδιναβικές χώρες] να συντονίσουν τις προσπάθειες τους και να μοιραστούν τα δεδομένα τους, αντί να δημιουργήσουν εκ νέου ένα ευρωπαϊκό γραφείο ex nihilo», λέει ο Philippe Varin, πρώην επικεφαλής της ομάδας βιομηχανιών οι οποίες τον Ιανουάριο του 2022 υπέβαλαν έκθεση στη γαλλική κυβέρνηση για στρατηγικά μέταλλα.
Με πληροφορίες από euractiv.com