Η απαίτηση για καθαρή ενέργεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και σε όλο τον κόσμο, συνοδεύεται υποχρεωτικά με ανάγκη προμήθειας μεγάλων ποσοτήτων μετάλλων.
Μια και μόνο μπαταρία ηλεκτρικού οχήματος θα μπορούσε να περιέχει περίπου 8 κιλά λιθίου, 14 κιλά κοβαλτίου και 35 κιλά νικελίου. Μια ανεμογεννήτρια μπορεί να περιέχει περισσότερους από 4 τόνους χαλκού.
Τις επόμενες δεκαετίες, η παγκόσμια ζήτηση για αυτά τα «κρίσιμα μέταλλα», μια ομάδα μετάλλων που περιλαμβάνει το λίθιο, το κοβάλτιο, το νικέλιο και το χαλκό, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 400-600% λόγω της αύξησης της παραγωγής τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Για ορισμένες πρώτες ύλες, όπως το λίθιο και ο γραφίτης, η αύξηση θα μπορούσε να φθάσει έως και 4.000%.
Η Κίνα κυριαρχεί σε αυτή την παγκόσμια αγορά, επεξεργαζόμενη το 50-70% του λιθίου και του κοβαλτίου παγκοσμίως. Αλλά η κυβέρνηση Biden υιοθέτησε σκληρή στάση κατά της παροχής φορολογικών ελαφρύνσεων σε κατασκευαστές που προμηθεύονται μέταλλα από χώρες χωρίς συμφωνίες ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών με τις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι οι κατασκευαστές τεχνολογιών, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και οι ανεμογεννήτριες, πρέπει να βρουν νέες ροές εφοδιασμού σε πρώτες ύλες, εκτός της Κίνας, και μάλιστα γρήγορα.
Όμως, η διαδικασία εξόρυξης μετάλλων και ορυκτών από τη γη έχει τη φήμη ότι μολύνει τις τοπικές λεκάνες απορροής και προκαλεί ανεπανόρθωτη περιβαλλοντική ζημιά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα έργα εξόρυξης στις ΗΠΑ συχνά αντιμετωπίζουν νομικές προκλήσεις και έντονες αντιδράσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους.
«Είναι πολύ δύσκολο να ανοίξεις ένα ορυχείο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κανείς δεν θέλει ένα ορυχείο στην αυλή του», είπε ο Jordy Lee, από το Payne Institute for Public Policy στο Colorado School of Mines. «Δεν είναι ξεκάθαρο πώς οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι θα εξορύξουν και θα παράγουν όλες αυτές τις πρώτες ύλες όταν υπάρχει ένα τέτοιο αρνητικό κλίμα για τη βιομηχανία εξόρυξης».
Η εξόρυξη στις ΗΠΑ διέπεται από έναν νόμο 150 ετών, που οι αρνητικά προσκείμενοι σε αυτόν, τον χαρακτηρίζουν ως κατάλοιπο της εποχής της Άγριας Δύσης. Σε αντίθεση με τους νόμους που ρυθμίζουν άλλες εξορυκτικές βιομηχανίες όπως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ο General Mining Law του 1872 δεν απαιτεί από τις εταιρείες να πληρώνουν δικαιώματα ελμετάλλευσης στην πολιτεία για τους πόρους που εξάγουν από δημόσιες εκτάσεις.
Ένα συνονθύλευμα από πρόσφατη νομοθεσία ρυθμίζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εξόρυξης, αλλά δεδομένου ότι αποτελεί αρμοδιότητα πολλών ομοσπονδιακών οργανισμών, μπορεί να χρειαστούν χρόνια μέχρι να εγκριθεί ένα έργο. Η κυβέρνηση Biden ψήφισε πρόσφατα νόμο για να δώσει κίνητρα για τη δημιουργία μιας εγχώριας αλυσίδας εφοδιασμού για την εξόρυξη και την επεξεργασία των ορυκτών που είναι απαραίτητα για την απαλλαγή της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα.
Πολύ πρόσφατα, ο γερουσιαστής Joe Manchin στη Δυτική Βιρτζίνια, πρότεινε νομοθεσία που θα επιταχύνει τη χορήγηση αδειών για μεγάλα έργα ενέργειας και υποδομών, συμπεριλαμβανομένης της εξόρυξης. Η National Mining Association σχολίασε ότι το νομοσχέδιο θα βοηθήσει τις εταιρείες εξόρυξης να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση, παρέχοντας κάποια βεβαιότητα ότι τα έργα τους θα λάβουν τις απαραίτητες άδειες.
Οι υποστηρικτές του περιβάλλοντος και οι κοινότητες εντός των οποίων χωροθετούνται τα προτεινόμενα έργα, το βλέπουν διαφορετικά. Η εξορυκτική δραστηριότητα έχει αφήσει βαθιές πληγές στην αμερικανική Δύση, όπου η Environmental Protection Agency εκτιμά ότι το 40% των λεκανών απορροής έχουν μολυνθεί από εξορυκτικές δραστηριότητες του παρελθόντος. Αυτή η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είχε ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες για τις κοινότητες των αυτοχθόνων, επειδή πολλές από αυτές ζουν κοντά στα μεγαλύτερα κοιτάσματα νικελίου, λιθίου, κοβαλτίου και χαλκού της χώρας.
Η ιστορία της εξόρυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της επέκτασης προς τα δυτικά. Ο General Mining Law του 1872, που υπογράφηκε πριν από 150 χρόνια από τον Πρόεδρο Ulysses S. Grant, ανακήρυξε την εξόρυξη ως την σημαντικότερη και καλύτερη χρήση των δημοσίων εκτάσεων των ΗΠΑ και ενθάρρυνε τα κύματα των εποίκων να μετακινηθούν δυτικά, εκτοπίζοντας τους αυτόχθονες πληθυσμούς από τις πατρίδες τους.
Έναν αιώνα αργότερα, ο Ψυχρός Πόλεμος προκάλεσε μια νέα έκρηξη στην εξόρυξη, καθώς το ουράνιο ήταν απαραίτητο για τα πυρηνικά όπλα. Τα κυβερνητικά κίνητρα βοήθησαν στην εξέλιξη της εξόρυξης από μια χειρωνακτική βιομηχανία σε μια βιομηχανία που χρησιμοποιούσε τεράστια μηχανήματα για να ανατινάξει στις κορυφές βουνών και να σκάψει την επιφάνεια της γης.
Εκείνη την εποχή, ο μόνος νόμος που καθόριζε την εξόρυξη ήταν αυτός που είχε υπογράψει ο Grant το 1872, και οι εταιρείες είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείπουν τις τοποθεσίες εξόρυξης, χωρίς να απομακρύνουν τα τοξικά υποπροϊόντα που άφησαν πίσω τους και χωρίς να προχωρούν υποχρεωτικά σε αποκατάσταση της περιοχής εκμετάλλευσης. Οι συνέπειες αυτής της ανεξέλεγκτης δραστηριότητας ήταν καταστροφικές: Περισσότερα από 22.000 εγκαταλελειμμένα ορυχεία σε όλη τη χώρα, εξακολουθούν να αποτελούν περιβαλλοντικό κίνδυνο για τις γύρω περιοχές.
Μετά από ένα κίνημα υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος που απέκτησε σημαντική δύναμη τη δεκαετία του 1960, ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον υπέγραψε μια σειρά νόμων που άλλαξαν τον τρόπο λειτουργίας της εξορυκτικής βιομηχανίας, όπως ο Clean Water Act, οNational Environmental Policy Act και ο Endangered Species Act.
Κανονισμοί που ψηφίστηκαν τη δεκαετία του 1970, υποχρέωσαν τις εταιρείες να αποκαταστήσουν τις περιοχές εκμεταλλεύσεις μετά το τέλος του κύκλου ζωής τους. Αλλά σχεδόν ταυτόχρονα με την εφαρμογή αυτών των μέτρων, η ζήτηση για κρίσιμα ορυκτά μειώθηκε καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος έφτασε στο τέλος του.
Όταν ξεκίνησε η τεχνολογική έκρηξη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι εταιρείες που χρειάζονταν λίθιο και άλλα μέταλλα για μπαταρίες κινητών τηλεφώνων και καλώδια υψηλής ταχύτητας, τα προμηθεύονταν από άλλα μέρη του κόσμου. Ενόσον χώρες όπως η Κίνα και η Χιλή ανέπτυσσαν τη βιομηχανία εξόρυξης ορυκτών τους, οι ΗΠΑ επικεντρώθηκαν στην ανάπτυξη άλλων βιομηχανιών εξόρυξης, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
«Ήμασταν ο μεγαλύτερος παραγωγός λιθίου στον κόσμο και τώρα είμαστε το 1%», δήλωσε ο Ben Steinberg, πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Ενέργειας που εκπροσωπεί τη βιομηχανία εξόρυξης στην εταιρεία δημοσίων σχέσεων Venn Strategies στη Washington, DC. «Έτσι, η γνώση για το πώς λειτουργεί η εξόρυξη και ποια είναι η αξία της για τη χώρα, χάνεται σε μεγάλο βαθμό». Επίσης υπάρχουν επιπλέον δυσκολίες, είπε ο Steinberg, επειδή πολλοί από τους ανθρώπους που ζουν κοντά σε νέα έργα εξόρυξης είναι κατά της εξόρυξης, τη στιγμή που η χώρα τη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ.
«Είναι μια μεγάλη απειλή», είπε ο Joe Kennedy, ένας ακτιβιστής από το Western Shoshone μετά από μια μέρα κινητοποιήσεων στη Washington, DC ενάντια στη βιομηχανία εξόρυξης. Τα εδάφη της περιοχής Western Shoshone, που εκτείνονται σε περιοχές της Nevada, της California, του Idaho και της Utah. έχουν μολυνθεί από την εξόρυξη ουρανίου και τις επιφανειακές εκμεταλλεύσεις χρυσού. Σήμερα, πολλές εταιρείες επιθυμούν να ανοίξουν νέα ορυχεία χρυσού και λιθίου στην περιοχή. «Παίζουμε με τη φωτιά και πιθανότατα θα καούμε», λέει ο Kennedy.
Το ερώτημα πόσο θα πρέπει να αναπτύξουν οι ΗΠΑ τον τομέα εξόρυξης αμφισβητείται έντονα. Ο αντίκτυπος της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία στην ευρωπαϊκή οικονομία έχει τονίσει τον κίνδυνο του να βασίζεται κάποιος σε ξένα κράτη για κρίσιμους πόρους. Πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν επισημάνει ότι η ανάπτυξη μιας κυκλικής οικονομίας, στην οποία κρίσιμα ορυκτά ανακυκλώνονται αντί να εξορύσσονται συνεχώς, θα μπορούσε να μειώσει τις ανάγκες της χώρας για έργα εξόρυξης.
Το περιβαλλοντικό παρατηρητήριο Earthworks εκτιμά ότι η ανακύκλωση έχει τη δυνατότητα να μειώσει τη ζήτηση κατά περίπου 25% για λίθιο, 35% για κοβάλτιο και νικέλιο και 55% για χαλκό μέχρι το 2040. Αλλά ακόμα και η αυξημένη ανακύκλωση, δεν είναι πιθανό να καλύψει τις απαιτήσεις για κρίσιμα ορυκτά σύντομα.
«Αυτή δεν είναι η επιλογή του ναι ή του όχι για την ανάγκη για ορυκτά που προέρχονται από το έδαφος», είπε ο Steinberg. «Αυτή πρέπει να είναι μια συζήτηση για το πώς».
Τόσο ο Lee όσο και ο Steinberg πιστεύουν ότι είναι δυνατή η βιώσιμη εξόρυξη για κρίσιμα μέταλλα με τη συγκατάθεση των τοπικών κοινοτήτων, με παράλληλη αποφυγή των λαθών που παρατηρήθηκαν στην εξόρυξη κατά τον 20ο αιώνα. Αλλά κάτι τέτοιο θα απαιτήσει από το Κογκρέσο να εγκρίνει αυστηρότερους νόμους και πρότυπα. Αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση BIden πρόσφατα συγκάλεσε μια διυπηρεσιακή ομάδα εργασίας για τη μεταρρύθμιση της βιομηχανίας εξόρυξης, η οποία έλαβε οδηγίες για τη δημιουργία νέων περιβαλλοντικών προτύπων και τον καθορισμό διαδικασιών για την ενσωμάτωση συστάσεων από τις τοπικές κοινότητες.
Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι που ζουν κοντά σε πιθανές τοποθεσίες έργων εξόρυξης έχουν υποστηρίξει ότι ορισμένα μέρη της χώρας είναι εξαιρετικά σημαντικά από πολιτιστικής απόψεως και δεν θα πρέπει να φιλοξενήσουν εξορυκτικές δραστηριότητες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το Chi'chil Biłdagoteel (γνωστό και ως Oak Flat), μια δασική περιοχή της νοτιοανατολικής Arizona, όπου οι μεγάλες εξορυκτικές εταιρείες Rio Tinto και BHP θέλουν να εγκαταστήσουν ένα ορυχείο χαλκού σε γη ιερή για τα μέλη των φυλών Western Apache και Yavapai.
Οι εταιρείες σχεδιάζουν να εξάγουν το μέταλλο μέσω υπόγειων ανατινάξεων, μια μέθοδο που θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν κρατήρα πλάτους έως τρία χιλιόμετρα και βάθους 350 μέτρων. Τα μέλη της φυλής και οι υποστηρικτές τους εναντιώνονται στο έργο για σχεδόν δύο χρόνια και η υπόθεση εκκρεμεί στο ομοσπονδιακό δικαστήριο.
«Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι βιώσιμης εξόρυξης και ένας από αυτούς είναι η πραγματική διαδικασία επιλογής της τοποθεσίας», δήλωσε ο Blaine Miller-McFeeley, ανώτερος νομοθετικός εκπρόσωπος στην οργάνωση Earthjustice. «Αυτό είναι εξίσου σημαντικό με την επιλογή του τρόπου». Ο ίδιος χαρακτήρισε το νομοσχέδιο που προωθεί στο Κογκρέσο ο Manchin «ξεπούλημα στη βιομηχανία», επειδή θα επέτρεπε στις εταιρείες εξόρυξης να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός έργου, χωρίς να λάβουν υπόψη τις ανησυχίες της τοπικής κοινότητας, υπονομεύοντας τον υποτιθέμενο στόχο της κυβέρνησης να περιλάβει τις τοπικές κοινότητες στη διαδικασία αδειοδότησης.
Ο Kennedy είπε ότι μετά από δεκαετίες απώλειας βιοποικιλότητας και μόλυνσης του νερού στην περιοχή Western Shoshone λόγω των προηγούμενων εξορυκτικών δραστηριοτήτων, είναι εξαιρετικά δύσπιστος ότι η εγχώρια εξόρυξη ορυκτών θα γίνει μια πραγματικά βιώσιμη βιομηχανία. «Θα έπρεπε να υπάρχει μεγάλη οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Εννοώ, ότι οι κάτοικοι του Western Shoshone θα πρέπει να είναι εκείνοι που θα πουν ναι ή όχι σε αυτού του είδους τα έργα, επειδή είναι η περιοχή τους».
Για τον Steinberg, το νομοσχέδιο του Manchin είναι ένα «βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση», επειδή θα εξορθολόγιζε μια ξεπερασμένη διαδικασία αδειοδότησης, αλλά συμφώνησε ότι υπάρχουν ορισμένα μέρη που θα έπρεπε να θεωρηθούν ως μέρη που θα απαγορεύεται η εξόρυξη.
«Έχουμε το Grand Canyon, για παράδειγμα. Μάλλον, η εξόρυξη δεν θα έπρεπε να επιτραπεί εκεί. Δεν μπορούμε να υπερνικήσουμε εκατομμύρια χρόνια γεωλογικών αλλαγών, τα κοιτάσματα βρίσκονται εκεί που βρίσκονται. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια διαδικασία και ένα κοινό τόπο για τη βιομηχανία, την κυβέρνηση και τις τοπικές κοινότητες, ώστε να συμφωνήσουν σε εξόρυξη με βιώσιμο τρόπο», καταλήγει ο Steinberg.
Με πληροφορίες από grist.org