Η αύξηση των εγκαταστάσεων ανανεώσιμης ενέργειας θα απαιτήσει μια σειρά από κρίσιμα μέταλλα όπως το τελλούριο, το οποίο κερδίζει δημοτικότητα για χρήση σε ηλιακά panel. «Καθώς η παγκόσμια ζήτηση για ηλιακά panel συνεχίζει να αυξάνεται, το ίδιο συμβαίνει και με την ανάγκη για κρίσιμα μέταλλα», σημειώνει η Αμερικανική Γεωλογική Εταιρεία (Geological Society of America, GSA).
Το τελλούριο δεν εξορύσσεται μόνο του. Επί του παρόντος, το μεγαλύτερο μέρος του τελλουρίου συλλέγεται ως υποπροϊόν από την εξόρυξη χαλκού. «Το θεμελιώδες ερώτημα είναι: πόσο τελλούριο υπάρχει εκεί έξω;» λέει ο Simon Jowitt, οικονομικός γεωλόγος στο Πανεπιστήμιο της Nevada στο Las Vegas. Αυτός και ο Brian McNulty προσπαθούν να μάθουν πού απαντάται το τελλούριο και πόσο μέταλλο θα μπορούσε να υπάρχει διαθέσιμο. Ο Jowitt παρουσίασε τη μελέτη τους στην ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Γεωλογικής Εταιρείας στις 12 Οκτωβρίου 2022.
Η ποσότητα τελλουρίου σε ένα ορυχείο σπάνια αναφέρεται, σημειώνει η GSA. Για να κάνουν μια εκτίμηση για κρίσιμα ορυκτά και μέταλλα, όπως το τελλούριο, οι Jowitt και McNulty ανέτρεξαν σε ένα δίκτυο παγκοσμίως διαθέσιμων δεδομένων για να πάρουν μία εικόνα της ποσότητας του διαθέσιμου τελλουρίου.
Η πρώτη πηγή δεδομένων που εξέτασαν είναι οι εκθέσεις εκτίμησης πόρων και αποθεμάτων. Σε αυτές τις εκθέσεις, οι εξορυκτικές εταιρείες χρησιμοποιούν τα δικά τους ερευνητικά δεδομένα για να εκτιμήσουν την ποσότητα των διαθέσιμων πόρων στο έδαφος. Αυτές οι εκθέσεις χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της αξίας μιας εξορυκτικής εκμετάλλευσης.
«Εμείς αυτό που κάνουμε είναι να λαμβάνουμε αυτά τα δεδομένα, τα οποία μας λένε πόσο μεγάλο είναι το εκάστοτε κοίτασμα, δηλαδή πόσα εκατομμύρια τόνους μεταλλεύματος ή ορυκτών διαθέτει. Στη συνέχεια συνδυάζουμε αυτά τα δεδομένα, με δεδομένα που δημοσιεύονται από άλλες πηγές σχετικά με τη συγκέντρωση τελλουρίου στο συγκεκριμένο κοίτασμα», λέει ο Jowitt. Οι ερευνητές μπορούν στη συνέχεια να κάνουν μια εκτίμηση για το τελλούριο σε κάθε κοίτασμα.
«Η δεύτερη ομάδα δεδομένων αφορά σε περιπτώσεις όπου γνωρίζουμε με σχετική ακρίβεια το μέγεθος του κοιτάσματος», λέει ο Jowitt. Σε αυτή την περίπτωση, η ομάδα χρησιμοποιεί τις ποσότητες των διαθέσιμων ορυκτών που σχετίζονται με το τελλούριο, όπως ο καλαβερίτης, ένα ορυκτό χρυσού-τελλουρίου. «Μπορούμε να υπολογίσουμε την ποσότητα του τελλουρίου σε αυτό το ορυκτό, να το συνδυάσουμε με το αναφερόμενο μέγεθος του κοιτάσματος και να αναπτύξουμε ένα νέο σετ δεδομένων».
Οι ερευνητές εξέτασαν 518 κοιτάσματα ορυκτών σε ενεργά ορυχεία στις ΗΠΑ και τον Καναδά που είναι γνωστό ότι περιέχουν τελλούριο. Χρησιμοποιώντας τα μορφοποιημένα σετ δεδομένων, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι 18 ορυχεία χρυσού στις δύο χώρες θα μπορούσαν να παράγουν περίπου 90 τόνους τελλουρίου ετησίως, αποκλειστικά μέσω των υπαρχόντων δραστηριοτήτων εξόρυξης, με άλλα έξι ορυχεία χαλκού, ψευδαργύρου και νικελίου στον Καναδά να έχουν τη δυνατότητα να παράγουν ~170 τόνους τελλουρίου ετησίως. Ο Jowitt λέει ότι αυτή είναι μια ελάχιστη εκτίμηση, επειδή δεν είχαν όλα τα ορυχεία χρυσού, χαλκού και νικελίου στις ΗΠΑ και τον Καναδά τα κατάλληλα δεδομένα.
Με αυτές τις εκτιμήσεις, διαπίστωσαν ότι τα ορυχεία εξορύσσουν περίπου 260 τόνους τελλουρίου ετησίως, αλλά δεν το ανακτούν. «Εάν ανακτηθεί αυτό το τελλούριο, θα μπορούσαμε να αυξήσουμε την παγκόσμια παραγωγή τελλουρίου κατά περίπου 25%», λέει ο Jowitt. «Η ποσότητα τελλουρίου που δεν ανακτάται έχει αξία περίπου 17,5 εκατ. δολάρια ετησίως».
Ο Jowitt σημειώνει ότι η μελέτη τους για το τελλούριο είναι μόνο ένα παράδειγμα για τη δυνατότητα εξαγωγής κρίσιμων μετάλλων από υπάρχουσες εξορυκτικές εργασίες. «Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από χημικά στοιχεία σε υποπροϊόντα και συμπροϊόντα που εξάγουμε κατά την εξόρυξη», λέει. «Πρέπει να καταστήσουμε τις εργασίες εξόρυξης ορυκτών πιο βιώσιμες, ανακτώντας ό,τι είναι δυνατόν από τα υπάρχοντα κοιτάσματα. Και αν το κάνουμε αυτό, είναι καλό για το περιβάλλον, είναι καλό για τη βιομηχανία ορυκτών, δίνοντας θετικό πρόσημο στην αρνητική της εικόνα, και είναι καλό και για τα οικονομικά αποτελέσματα της εκάστοτε εταιρείας».
Ενώ η μελέτη των δύο ειδικών επικεντρώθηκε σε ενεργά ορυχεία, ο Jowitt σημειώνει ότι η εξόρυξη κρίσιμων μετάλλων από σωρούς εξορυκτικών αποβλήτων σε εγκαταλελειμμένα ορυχεία, μπορεί να είναι μια άλλη κερδοφόρα δραστηριότητα. «Η εξαγωγή κρίσιμων μετάλλων από εξορυκτικά απόβλητα ανενεργών ορυχείων μπορεί να είναι μια επιχειρηματική ευκαιρία»., λέει. «Απόβλητα και σκωρίες παρουσιάζουν δυνατότητες για την ανάκτηση μετάλλων. Ο ορυκτός πλούτος που είναι πολύ πιθανό να κρύβεται εκεί, είναι πολύ μεγάλος». Συγχρόνως με την οικονομικό όφελος από την εξόρυξη μετάλλων από τα απόβλητα υπάρχει και ένα πολύ σημαντικό περιβαλλοντικό όφελος.
«Πολύ μεγάλος αριθμός από αυτές τις ανενεργές εκμεταλλεύσεις είναι περιβαλλοντικά προβληματικές. Επομένως, αυτό που μπορεί να γίνει είναι ουσιαστικά η εκ νέου επεξεργασία των σωρών των αποβλήτων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση του περιβαλλοντικού προβλήματος, ενώ παράλληλα προκύπτει σημαντικό οικονομικό όφελος», λέει. «Η ανάκτηση κρίσιμων μετάλλων και ορυκτών από τα εξορυκτικά απόβλητα έχει μικρό κόστος, μιας και το ορυκτό -και συνεπαγόμενα το περιεχόμενο μέταλλο- έχει ήδη εξορυχθεί, διαδικασία που είναι και η πιο κοστοβόρα, άρα το μόνο που χρειάζεται είναι η ανάκτηση του από το απόβλητο. Και όλο αυτό βέβαια, μειώνει σημαντικά το περιβαλλοντικό αποτύπωμα μέσω της επεξεργασίας των αποβλήτων».
Ο Jowitt λέει ότι καθώς αυξάνεται η ανάγκη για τεχνολογίες ουδέτερες ως προς τον άνθρακα, οι εταιρείες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο εξόρυξης πολλαπλών κρίσιμων μετάλλων, ταυτόχρονα.
«Οι εκτιμήσεις της ζήτησης για ορισμένα από αυτά τα μέταλλα είναι τεράστιες», λέει ο Jowitt. «Αν δεν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε την ανάκτηση κρίσιμων ορυκτών και μετάλλων με τέτοιους τρόπους, θα καταλήξουμε σε καταστάσεις όπου οι τιμές των μετάλλων θα αυξηθούν σημαντικά και ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής θα αρχίσει να επιβραδύνεται».
Με πληροφορίες από mining.com