Οι σπάνιες γαίες είναι για τον 21ο αιώνα ό,τι ήταν ο άνθρακας στον 19ο και το πετρέλαιο στον 20ο αιώνα. Τα σύγχρονα καταναλωτικά αγαθά αλλά και οι κλιματικοί στόχοι της Ευρώπης εξαρτώνται κατά πολύ μεγάλο βαθμό από τις σπάνιες γαίες και η Κίνα ελέγχει σχεδόν όλες τις σχετικές εφοδιαστικές αλυσίδες. Μπορεί η Ευρώπη να απαλλαγεί από αυτή την εξάρτηση;
Η ΕΕ θέλει να αναζωογονήσει την εξόρυξη στην Ευρώπη. Ένα σημαντικό εμπόδιο είναι ότι δεν έχει τα χρήματα για να το κάνει. Οι τράπεζες αποφεύγουν τις επενδύσεις υψηλού ρίσκου, ενώ ο εξορυκτικός κλάδος σε παγκόσμιο επίπεδο ελέγχεται από μη ευρωπαίους παίκτες. Σε αυτό το πλαίσιο, στα τέλη Ιανουαρίου 2023, ο Ευρωπαίος Επίτροπος Thierry Breton παρότρυνε τους εκπροσώπους των κορυφαίων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ να «επενδύσουν σε έργα της αλυσίδας αξίας των κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών».
Δύο μήνες αργότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το σχέδιο νόμου περί κρίσιμων πρώτων υλών (CRMA). Ο CRMA, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας από τους ταχύτερα εγκεκριμένους νόμους της ΕΕ με ορίζοντα ψήφισης μέχρι τις αρχές του 2024, θέλει να εγγυηθεί τον εφοδιασμό της Ευρώπης με νικέλιο, λίθιο, μαγνήσιο και άλλες πρώτες ύλες, απαραίτητες για την πράσινη μετάβαση και τις βιομηχανίες στρατηγικής σημασίας. Αυτές οι πρώτες ύλες, είναι ζωτικής σημασίας για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την αμυντική βιομηχανία και την αεροδιαστημική, καθώς και για τους φορητούς υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκφράσει την επιθυμία της να ανοίξουν νέα ορυχεία σε ολόκληρη την Ευρώπη, μειώνοντας την εξάρτηση της Ένωσης από την Κίνα, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα και είναι κάτι που προκύπτει από την προαναφερθείσα συγκέντρωση με τον Thierry Breton: η Επιτροπή δε διαθέτει ειδικό ταμείο για να χρηματοδοτήσει τις φιλοδοξίες της για την ανάπτυξη της εξόρυξης στην Ευρώπη. Μπορεί ωστόσο να διευκολύνει τις εταιρείες να συγκεντρώσουν χρηματοδότηση, καθορίζοντας ορισμένα έργα εξόρυξης ως στρατηγικά.
Η Επιτροπή γνωρίζει ότι «οι ιδιωτικές επενδύσεις από μόνες τους δεν επαρκούν» και ότι τα έργα ενδέχεται επίσης να απαιτούν δημόσιους πόρους. Η Γερμανία σχεδιάζει να δεσμεύσει ποσό 500 εκατ. έως 1 δισ. ευρώ για την υποστήριξη της εξόρυξης κρίσιμων πρώτων υλών. Τον Μάιο 2023 η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα συνεισφέρει 500 εκατ. ευρώ σε ένα ειδικό επενδυτικό σχήμα, το οποίο θα διαχειρίζεται ένα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο, με σκοπό την ανάπτυξη επενδύσεων στον εξορυκτικό κλάδο.
Δεν είναι όμως όλα τα κράτη-μέλη τόσο οικονομικά ευέλικτα.
«Προφανώς ανησυχούμε για τις διαφορετικές δημοσιονομικές δυνατότητες των διαφόρων χωρών», λέει η υπουργός Ενέργειας της Πορτογαλίας, Ana Fontoura. «Υποστηρίζουμε ένα ισχυρό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει αφενός να δώσει κίνητρα στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, αλλά αφετέρου να μη δημιουργήσει εσωτερικές ανισορροπίες».
Ποια έργα θεωρούνται «στρατηγικά» και, επομένως, μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κονδύλια προτεραιότητας της ΕΕ, εξακολουθεί να συζητείται, με τη βιομηχανία να ασκεί πίεση για έναν ευρύ ορισμό. «Δεν είναι απαραίτητα καθήκον της ΕΕ να χρηματοδοτήσει την εξόρυξη», λέει η Γερμανίδα ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Henrike Hahn. «Οι εταιρείες ζητούν από τις τράπεζες πίστωση, αλλά οι τράπεζες δεν ενδιαφέρονται έντονα να επενδύσουν σε αυτόν τον τομέα. Έτσι, ορισμένες εταιρείες χρειάζονται την πιστοποίηση των έργων ως στρατηγικά για να προχωρήσουν οι χρηματοδοτήσεις».
Προφανώς το όλο πλαίσιο είναι πολύπλοκο και, επιπλέον, ο πόλεμος στην Ουκρανία απαίτησε τεράστια οικονομική προσπάθεια από την ΕΕ. Εν τω μεταξύ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενέκριναν ένα τεράστιο σχέδιο βοήθειας, το νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), ο οποίος προβλέπει επενδύσεις ύψους 369 δισ. δολαρίων, μέρος των οποίων θα διατεθεί για επενδύσεις για το κλίμα και την ενέργεια.
«Ο IRA προσελκύει όλες τις επενδύσεις», λέει ο Rolf Kuby, γενικός διευθυντής της Euromines. «Η υπόσχεση μας να έχουμε ένα ταμείο για την εξόρυξη ορυκτών πρώτων υλών σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν απέκτησε ποτέ θετικό πρόσημο. Είμαστε στη φάση που όλοι ασχολούνται με το πως θα εξασφαλίσουν χρηματοδότηση».
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula Von Der Leyen, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον αμερικανικό IRA με ένα τεράστιο ευρωπαϊκό σχέδιο επιδοτήσεων. Η ιδέα του European Sovereignty Fund ήταν να καταφύγει στις χρηματοπιστωτικές αγορές για δανειοδότηση με ευνοϊκούς όρους, αλλά πολλές βόρειες χώρες απέρριψαν την ιδέα ενός κοινού σχεδίου χρηματοδότησης για την πράσινη μετάβαση.
Πόσο δημόσιο χρήμα χρειάζεται; Η Euromines δεν ξέρει. «Είναι αδύνατο να δώσουμε ένα νούμερο», λέει ο Kuby, προσθέτοντας ότι η χρηματοδότηση «πρέπει να είναι αρκετά υψηλή ώστε να είναι συγκρίσιμη, τουλάχιστον με αυτή που υπόσχεται ο IRA, και να ανταποκρίνεται στις κινεζικές επενδύσεις και επιδοτήσεις, επειδή αυτή είναι η παγκόσμια πραγματικότητα αυτή τη στιγμή».
Αυτό που ξέρει ο Kuby είναι πού πρέπει να πάει το δημόσιο χρήμα: στη μεταλλευτική έρευνα. «Αν θέλουμε να ανοίξουν νέα ορυχεία αύριο, πρέπει να εστιάσουμε ξεκάθαρα στην εξερεύνηση. Αυτή είναι μια επιχείρηση που δε γίνεται απαραίτητα από τις μεγάλες εταιρείες, υπάρχουν περισσότερες μικρές εταιρείες γεωλογικής εξερεύνησης. Και θα είναι μεγάλο πλεονέκτημα εάν η Ευρώπη βρει έναν τρόπο να βοηθήσει αυτές τις εταιρείες που ειδικεύονται σε αυτόν τον τομέα».
Οι εταιρείες της εξορυκτικής βιομηχανίας μπορούν να διακριθούν σε μεγάλες, μεσαίες και juniors. Οι μεγάλες εταιρείες είναι πολυεθνικές εταιρείες που κερδίζουν από την εκμετάλλευση των ορυχείων, ενώ οι juniors είναι μικρότερες εταιρείες που συχνά επικεντρώνονται σε έργα εξερεύνησης υψηλού κινδύνου.
Παρά την κατανάλωση μεταξύ 25 και 30% των παγκόσμια διαθέσιμων ποσοτήτων σε μέταλλα, οι δαπάνες για την εξερεύνηση ορυκτών στην Ευρώπη είναι περίπου 3%, σύμφωνα με την ΕΕ. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει εάν ο CRMA σταματήσει να είναι ένα απλό κείμενο στρατηγικής και γίνει πράξη. Για τους αξιωματούχους, ο νόμος δεν αφορά μόνο τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από την Κίνα και αλλού, αλλά είναι μια προσπάθεια προς την πράσινη μετάβαση και την απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι, σε σύγκριση με το 2020, η Ευρώπη θα χρειαστεί πρόσβαση σε 18 φορές περισσότερο λίθιο έως το 2030 και 60 φορές περισσότερο έως το 2050, για να καλύψει την προβλεπόμενη ζήτηση για αποθήκευση ενέργειας και ηλεκτρικά οχήματα, τα οποία χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο μπαταρίες λιθίου.
Τον Ιούλιο του 2019, μια μελέτη ανέλυσε τα επτά μεγάλα έργα εξόρυξης λιθίου που υπήρχαν στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Μόνο ένα από αυτά διαχειριζόταν από μία πολυεθνική εταιρεία, την αγγλοαυστραλιανή εταιρεία Rio Tinto, στη Σερβία. Τα άλλα έξι ανήκαν σε μικρές εταιρείες. Τον Ιανουάριο του 2022, η σερβική κυβέρνηση ανακάλεσε τις άδειες εξόρυξης λιθίου της Rio Tinto μετά από μήνες εκτεταμένων διαδηλώσεων.
Και ενώ τα άλλα έξι έργα είναι ακόμη ενεργά, κανένα από τα ορυχεία δεν έχει εισέλθει σε φάση παραγωγής. Τα έργα είναι το Barroso, στην Πορτογαλία, το οποίο διαχειρίζεται η Savannah Resources, το Wolfsberg, στην Αυστρία, ιδιοκτησίας της European Lithium, to Cinovec, στην Τσεχία, ιδιοκτησίας της European Metals, το San Jose, στην Ισπανία, που ανήκει στην Infinity Lithium, το Zinnwald, στη Γερμανία, ελεγχόμενο από την Bacanora Lithium και το Keliber, στη Φινλανδία, υπό τη διαχείριση της Keliber Oy. Το τελευταίο είναι το πιο προηγμένο και έχει ήδη αγοραστεί από από έναν από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους παίκτες, τη Νοτιοαφρικανική πολυεθνική Sibanye-Stillwater.
Επιπλέον, η Vulcan Energy Resources ξεκίνησε ένα πιλοτικό πρόγραμμα το 2021 στην κοιλάδα του Ρήνου της Γερμανίας για την παραγωγή πράσινου λιθίου «μηδενικού άνθρακα». Φέτος, ο γίγαντας της χημικής βιομηχανίας Nobian, απέκτησε μερίδιο 50% στο έργο. Η γαλλική Imerys, εν τω μεταξύ, σχεδιάζει να ξεκινήσει την εξόρυξη κοιτάσματος λιθίου στο Massif Central το 2028.
Οι εταιρείες που αναζητούν νέα αποθέματα γενικά δε χρηματοδοτούνται μέσω των χρηματιστηριακών αγορών όπως συμβαίνει στον Καναδά και την Αυστραλία. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις πρώτες ύλες που συνδέονται με την πράσινη μετάβαση έχει αντίκτυπο σε αυτές τις αγορές. Τον Οκτώβριο 2023, το χρηματιστήριο του Toronto δημοσίευσε την ετήσια κατάταξη των 30 μετοχών με τις καλύτερες επιδόσεις τα τελευταία τρία χρόνια. Επτά ήταν εταιρείες εξόρυξης (όλες μη ευρωπαϊκές), με μέση αύξηση της τιμής των μετοχών τους κατά 615%.
Ο οργανισμός Investigate Europe ανέλυσε τις 200 μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης στον κόσμο, με βάση την κεφαλαιοποίηση τους, χρησιμοποιώντας δεδομένα από τα τέλη του περασμένου Ιουλίου. Σημειωτέον, μόνο 15 είναι ευρωπαϊκές και μόνο έξι έχουν έδρα στην ΕΕ. Εταιρείες από τον Καναδά (38%), τις ΗΠΑ (37%) και την Αυστραλία (33%) κυριαρχούν στην αγορά. Όπως σε τόσες άλλες επιχειρήσεις, οι κύριοι μέτοχοι είναι συχνά επενδυτικά κεφάλαια. Η Blackrock ήλεγχε περισσότερο από το 4% των ιδίων κεφαλαίων σε 10 από τις 200 εταιρείες. Άλλα funds είναι τα The Vanguard Group, Van Eck Associates και First Eagle Invesment Management. Και τα τέσσερα funds έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ.
Υπάρχουν κάποιοι δισεκατομμυριούχοι του τομέα της εξόρυξης που προέρχονται από την Ε.Ε. Για παράδειγμα, ο Ισπανός Daniel Mate και ο Έλληνας Τέλης Μυστακίδης, ο καθένας από τους οποίους ελέγχει περίπου το 3% της Glencore, του ελβετικού γίγαντα των εμπορευμάτων με την τέταρτη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση αγοράς. Άλλοι έχουν τεράστια περιουσία, ακόμα κι αν οι εταιρείες τους δεν είναι μεταξύ των 200 κορυφαίων, όπως οι Γάλλοι της οικογένειας Duval, που ελέγχουν την Eramet, μια σημαντική εταιρεία παραγωγής νικελίου.
Προς το παρόν, τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία που παράγονται από τον κλάδο της εξόρυξης, δεν είναι Ευρωπαϊκή υπόθεση. Οι μεγάλες εταιρείες εκμεταλλεύονται 17 ορυχεία κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών στην ΕΕ, κυρίως χαλκού. Έχουν στα σκαριά άλλα επτά έργα για την εξόρυξη λιθίου, κοβαλτίου, χαλκού ή νικελίου. Αυτές οι εταιρείες διαθέτουν επίσης πέντε μονάδες ανακύκλωσης ή επεξεργασίας μετάλλων, τέσσερις από τις οποίες λειτουργούν ήδη. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι σήμερα στην ΕΕ υπάρχουν μεταξύ 40 και 50 ορυχείων κρίσιμων πρώτων υλών. Ο Kuby της Euromines θα ήθελε να δει αυτόν τον αριθμό να διπλασιάζεται την επόμενη δεκαετία.
Μπορεί αυτή η κατάσταση να αλλάξει στο μέλλον, όπως ελπίζει η ΕΕ ότι θα συμβεί με τη νέα της νομοθεσία για την εξόρυξη; Ίσως η απάντηση βρίσκεται στα λόγια της Επιτρόπου της ΕΕ, Margrethe Vestager. «Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η εξόρυξη είναι απολύτως σημαντικός. Πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δε θα επενδύσουν σε έργα εξόρυξης, εκτός και αν πιστεύουν ότι μία εταιρεία εξόρυξης έχει τον απόλυτο έλεγχο του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι τοπικές κοινότητες, η περιβαλλοντική επιβάρυνση και η περιβαλλοντική αποκατάσταση της περιοχής μετά το τέλος του έργου».
Με πληροφορίες από investigate-europe.eu