Οι συζητήσεις της ΕΕ με την Αυστραλία σχετικά με τη «αποφυγή της διπλής τιμολόγησης» των ορυκτών πρώτων υλών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου (ΣΕΕ), υποδεικνύουν μια σύγκρουση στόχων στην προσέγγιση της ΕΕ για τη διασφάλιση της προμήθειας κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών.
Οι διαπραγματεύσεις για τη ΣΕΕ στις αρχές Ιουλίου 2023 συνάντησαν κάποια εμπόδια, όταν ο υπουργός Εμπορίου της Αυστραλίας Don Farrell έκρινε ότι η πρόσβαση στην αγροτική αγορά που προσέφεραν οι διαπραγματευτές της ΕΕ ως διαπραγματευτικό αντιστάθισμα ήταν ανεπαρκής, με συνέπεια τη διακοπή των συνομιλιών. Ενώ το κύριο σημείο σύγκρουσης αφορά την πρόσβαση στην αγροτική αγορά, η διαφωνία γύρω από την αποφυγή της διπλής τιμολόγησης είναι εξαιρετικά σημαντική για την πολιτική της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες.
Η ΕΕ θα ήθελε να έχει πρόσβαση στις ορυκτές πρώτες ύλες της Αυστραλίας υπό τους ίδιους όρους με τους Αυστραλούς καταναλωτές και, ως εκ τούτου, θέλει η Αυστραλία να δεσμευτεί σε μια πολιτική που θα απαγόρευε τη λεγόμενη διπλή τιμολόγηση που θέτει σε μειονεκτική θέση τις εταιρείες της ΕΕ σε σύγκριση με αυτές της Αυστραλίας.
Μία από αυτές τις πολιτικές είναι η πολιτική της περιφερειακής κυβέρνησης της Δυτικής Αυστραλίας να διατηρεί το 15% της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από κάθε έργο εξαγωγής LNG για την εγχώρια αγορά, γεγονός που μειώνει τις τιμές για τους εγχώριους καταναλωτές φυσικού αερίου.
Από την ευρωπαϊκή πλευρά, η επιμονή σε αυτό το θέμα είναι λογική. Ακόμη περισσότερο, δεδομένου του γεγονότος ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει να αναπτύξει ικανότητα επεξεργασίας ορυκτών πρώτων υλών που θα καλύπτει τουλάχιστον το 40% των αναγκών της σε επεξεργασμένες στρατηγικές πρώτες ύλες έως το 2030, σύμφωνά με τα όσα περιλαμβάνονται στη πρόταση νόμου για τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το ποσοστό επί του παρόντος απέχει πολύ από αυτόν τον στόχο, όπως δείχνει το ακόλουθο διάγραμμα και τα κράτη-μέλη της ΕΕ επιθυμούν ένα ακόμη υψηλότερο στόχο της τάξης του 50% όπως διαφαίνεται από τις συνεχιζόμενες διαβουλεύσεις για την πρόταση του νόμου πριν την ψήφιση του.
Εάν η ΕΕ θέλει να αναπτύξει αυτήν την ικανότητα επεξεργασίας και εάν αυτή η εκκολαπτόμενη ευρωπαϊκή βιομηχανία θέλει να είναι ανταγωνιστική, πρέπει να εφοδιαστεί με πρώτες ύλες σε λογικές τιμές.
Ωστόσο, η Επιτροπή της ΕΕ επιθυμεί ο νόμος για τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή πολιτική που εγγυάται την προμήθεια κρίσιμων πρώτων υλών. Η ΕΕ θέλει να μετασχηματιστεί σε μία ισχυρή εναλλακτική απέναντι σε άλλους ανταγωνιστές που απλώς εξάγουν πολύτιμους ορυκτούς πόρους από κάποιες χώρες και εν συνεχεία τις αφήνουν να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις που συνεπάγεται στις περισσότερες περιπτώσεις η εξόρυξη.
Η ΕΕ θέλει να βοηθήσει τις τρίτες χώρες που διαθέτουν τους ορυκτούς πόρους να αναπτύξουν τις βιομηχανίες τους κατά μήκος της αλυσίδας αξίας, ώστε να μπορέσουν να έχουν περισσότερες δραστηριότητες προστιθέμενης αξίας σε σύγκριση με την απλή εξόρυξη πρώτων υλών.
Ήδη, είναι λίγο δύσκολο να οπτικοποιηθεί ο τρόπος με τον οποίο η ΕΕ θέλει να συνδυάσει μια τεράστια αύξηση των δυνατοτήτων εγχώριας επεξεργασίας με μια πρόσθετη κλιμάκωση των δυνατοτήτων επεξεργασίας σε άλλες χώρες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η ιδέα του νόμου για τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες είναι να μειωθεί η εξάρτηση της ΕΕ από την Κίνα, ίσως είναι εφικτό να γίνουν και τα δύο.
Στην πράξη, ωστόσο, η αντίθεση μεταξύ των δύο στόχων γίνεται εμφανής σε μια συζήτηση όπως αυτή για τη διπλή τιμολόγηση με την Αυστραλία.
Οι εξαγωγείς πρώτων υλών συχνά επιθυμούν να επεκτείνουν την εγχώρια αξιακή αλυσίδα. Ο εξαιρετικά κερδοφόρος τομέας των πρώτων υλών προσελκύει εργαζομένους με ιδιαίτερα ανταγωνιστικούς μισθούς, γεγονός που αυξάνει το κόστος εργασίας για τις βιομηχανίες σε όλους τους τομείς. Προσθέστε σε αυτό το γεγονός ότι οι εξαγωγές πρώτων υλών ανεβάζουν την αξία του εγχώριου νομίσματος και γίνεται ακόμη πιο δύσκολο για οποιονδήποτε κατάντη παραγωγό να είναι ανταγωνιστικός στην παγκόσμια αγορά.
Η αποφυγή διπλής τιμολόγησης μπορεί να καλύψει μέρος αυτών των μειονεκτημάτων, μειώνοντας το κόστος εισροών για τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να είναι μια από τις λίγες επιλογές πολιτικής για αυτές τις χώρες να βοηθήσουν στη δημιουργία κάποιων επιπλέον βιομηχανιών στο πλαίσιο της αξιακής αλυσίδας, εκτός της ήδη μεγάλης βιομηχανίας εξόρυξης που διαθέτουν.
Αντί της εφαρμογής της διπλής τιμολόγησης, η ΕΕ θέλει να βοηθήσει τρίτες χώρες με «στρατηγικές συνεργασίες» που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ευρωπαϊκές επενδύσεις σε τοπικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας.
Τέτοιες στρατηγικές εταιρικές σχέσεις, όπως η ΣΕΣ μεταξύ ΕΕ και Αυστραλίας, είναι θεμιτές, αλλά εάν έχουν το τίμημα ότι τρίτες χώρες πρέπει να απέχουν από ενέργειες βιομηχανικής πολιτικής όπως η διπλή τιμολόγηση, τότε η ΕΕ δε διαφέρει τελικά από οποιαδήποτε άλλη σκληροπυρηνική οικονομική δύναμη.
Η πραγματικότητα όσον αφορά στην εγχώρια ικανότητα επεξεργασίας πρώτων υλών της ΕΕ
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει στην ανάπτυξη εγχώριας ικανότητας βιομηχανικής επεξεργασίας ορυκτών πρώτων υλών, η οποία θα καλύπτει έως το 2023 το 40% των αναγκών της στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτάρκειας που θέτει η πρόταση νόμου για τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες (CRMA).
Όπως δείχνει το ακόλουθο διάγραμμα, αυτός ο στόχος στην παρούσα κατάσταση επιτυγχάνεται ή υπερκαλύπτεται μόνο για πολύ λίγες πρώτες ύλες, όπως για παράδειγμα το κοβάλτιο, ο σίδηρος και ο χαλκός.
Για πολλές πρώτες ύλες, η ΕΕ δε διαθέτει καμία απολύτως ικανότητα επεξεργασίας, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Η λίστα στο διάγραμμα δεν περιλαμβάνει όλες τις κρίσιμες πρώτες ύλες αλλά μόνο αυτές για τις οποίες παρέχει στοιχεία η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία Eurostat.
Με πληροφορίες από euractiv.gr