Μια πρόσφατη έκθεση της ΕΕ συνέστησε την επέκταση του νόμου περί κρίσιμων πρώτων υλών (CRMA) ώστε να συμπεριλάβει μια πλατφόρμα πρώτων υλών της ΕΕ (EU Raw Materials Platform), ταχύτερη αδειοδότηση εξορυκτικών έργων και το σχηματισμό μία ένωσης κρατών για τις ορυκτές πρώτες ύλες (G7+ Critical Raw Materials Club).
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2024, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi παρουσίασε έκθεση για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έκθεση, που ήταν αποτέλεσμα σχετικού αιτήματος από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen πριν από ένα χρόνο, περιγράφει μια σειρά προτάσεων για την ενίσχυση της στρατηγικής της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες.
Η έκθεση παρουσιάστηκε σε συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες με την παρουσία της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υπογραμμίζει την ανάγκη δράσης δεδομένης των αδυναμιών της ΕΕ.
Οι προτάσεις διερευνούν τρόπους ενίσχυσης της θέσης της ΕΕ απέναντι στις παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις, ώστε να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός της με βασικά ορυκτά, εκτός του πεδίου εφαρμογής του ισχύοντος νόμου για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (CRMA). Η έκθεση περιλαμβάνει πέντε βασικά στοιχεία σε σχέση με τον CRMA.
«Ταμείο Πρώτων Υλών» για την υποστήριξη των στόχων του CRMA
Η έκθεση προτείνει χρηματοδοτικά μέσα για την ενίσχυση της στρατηγικής της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Το κυριότερο μεταξύ αυτών είναι ένα «Fund of Funds» ο οποίο θα συγκεντρώνει πόρους από κράτη - μέλη, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μεγάλους επενδυτές κεφαλαίων.
Αυτός ο μηχανισμός στοχεύει στην ελαχιστοποίηση του επενδυτικού κινδύνου κατά μήκος της αλυσίδας αξίας των κρίσιμων πρώτων υλών, ιδίως σε περιοχές που επί του παρόντος δεν είναι επιλέξιμες για οικονομική στήριξη από την ΕΕ. Ένα τέτοιο ταμείο προορίζεται να καλύψει τις σημαντικές ανάγκες του κλάδου σε κεφάλαια, οι οποίες συχνά υπερβαίνουν τις δυνατότητες παροχής χρηματοδοτικής ρευστότητας από μεμονωμένες εταιρείες.
Οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) κατέχουν εξέχουσα θέση στη δέσμη προτάσεων, με την έκθεση να υποστηρίζει στρατηγικές εταιρικές σχέσεις μεταξύ κυβερνήσεων, ιδιωτών επενδυτών και διεθνών οργανισμών. Αυτές οι συνεργασίες θα δημιουργήσουν ένα ταμείο για τη χρηματοδότηση μεγάλων διασυνοριακών έργων.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) προτείνεται επίσης να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο, με συστάσεις για την ευθυγράμμιση των χρηματοδοτήσεων που εγκρίνει και των εργαλείων ελαχιστοποίησης κινδύνου που προσφέρει σε στρατηγικά έργα σε ολόκληρη την ΕΕ.
Συγκεκριμένα, η έκθεση προτείνει την προσθήκη απαιτήσεων «Made in EU» στα δάνεια της ΕΤΕπ για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων (EV) και εγκαταστάσεις παραγωγής μπαταριών, επιβάλλοντας ελάχιστα ποσοστά χρήσης κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών που έχουν υποστεί επεξεργασία στην ΕΕ.
Η χρηματοοικονομική εργαλειοθήκη εκτείνεται πέρα από τα παραδοσιακά μέσα. Η έκθεση διερευνά επίσης τις δυνατότητες εργαλείων για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών της αγοράς, προτείνει στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση των επιχειρηματικών κεφαλαίων αρχικού σταδίου (venture capitals) και των μικτών χρηματοδοτικών μέσων, ενώ παράλληλα προωθεί τη μόχλευση των Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου (Free Trade Agreements, FTAs) για την αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης της ΕΕ.
Για βιώσιμες διαδικασίες βιομηχανικής παραγωγής που βασίζονται σε κρίσιμες πρώτες ύλες, η έκθεση προτείνει υποστήριξη μέσω διαφόρων χρηματοδοτικών λύσεων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρησιακών προγραμμάτων και του Horizon Europe.
Με το βλέμμα στραμμένο στο νόμο των ΗΠΑ περί μείωσης του πληθωρισμού, η έκθεση αναφέρει ακόμη και την ιδέα της οικονομικής στήριξης από δημόσια κονδύλια για έργα υποδομών, υπό τον όρο της χρήσης ενός ελάχιστου ποσοστού των υλικών για αυτά τα έργα να προέρχεται από την ΕΕ, με στόχο τη διασφάλιση της απορρόφησης σημαντικού έργου από τον παραγωγικό τομέα της ΕΕ.
Πρόταση για «υπερπλατφόρμα» πρώτων υλών για στρατηγικά αποθέματα μετάλλων
Ίσως η πιο εντυπωσιακή πρόταση της έκθεσης είναι η δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων σε επίπεδο ΕΕ για τα κρίσιμα ορυκτά. Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες οικονομίες, η ΕΕ δεν διαθέτει επί του παρόντος τέτοια αποθέματα, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε διαταραχές του εφοδιασμού και αστάθεια των τιμών.
Η έκθεση προτείνει ένα σύστημα κυκλικών αποθεμάτων, παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, όπου οι πρώτες ύλες αποκτώνται, αποθηκεύονται και διατίθενται στην τοπική βιομηχανία σε κυκλική βάση. Αυτή η προσέγγιση, όχι μόνο θα παρείχε ένα μέσο προστασίας έναντι των βραχυπρόθεσμων κραδασμών, αλλά θα ενθάρρυνε επίσης συνεχή διάλογο με τον κλάδο σχετικά με τις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις.
Στην έκθεση προτείνεται μια πλατφόρμα της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (EU Critical Raw Material Platform), ως μια κεντρική πρωτοβουλία για το συντονισμό και τη μόχλευση των διαθέσιμων πόρων και της ισχύος της ΕΕ στην αγορά για την εξασφάλιση, τη διαχείριση και τη στρατηγική αποθήκευση κρίσιμων πρώτων υλών που θεωρούνται απαραίτητες για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες και την οικονομική ασφάλεια της Ένωσης.
Το πεδίο εφαρμογής της πλατφόρμας θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα πάντα, από την παρακολούθηση των κινδύνων σε επίπεδο εφοδιαστικής αλυσίδας μέχρι το συντονισμό των κοινών αγορών κρίσιμων πρώτων υλών. Στόχος θα ήταν η διαπραγμάτευση ευνοϊκότερων όρων με τις χώρες - παραγωγούς, αθροίζοντας τη ζήτηση από βιομηχανικούς χρήστες σε ολόκληρη την ΕΕ, αξιοποιώντας παράλληλα το εργαλείο AggregateEU και τον Euratom Supply Agency.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, όντας μέρος του σχεδίου REPowerEU, το AggregateEU είναι μια πλατφόρμα συγκέντρωσης αναγκών και κοινών προμηθειών για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και τον συντονισμό των αγορών φυσικού αερίου μεταξύ ευρωπαϊκών εταιρειών. Από τη μεριά του, ο Euratom Supply Agency (ESA) είναι επιφορτισμένος με τη διασφάλιση του εφοδιασμού με πυρηνικά υλικά και πυρηνικά καύσιμα για όλα τα κράτη - χρήστες στην ΕΕ.
Η πλατφόρμα θα μπορούσε επίσης να συντονίζει τις αγορές λιθίου όχι μόνο για παραγωγούς μπαταριών, αλλά και για παραγωγούς γυαλιού και κεραμικών. Αυτή η συλλογική προσέγγιση θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα πολύτιμη για τα μικρότερα κράτη της ΕΕ, επιτρέποντας τους να ξεπεράσουν τις μεμονωμένες δυνατότητες διαπραγμάτευσης στις παγκόσμιες αγορές πρώτων υλών.
Ωστόσο, η έκθεση προειδοποιεί ότι κάθε σύστημα αποθήκευσης αποθεμάτων πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά ώστε να αποφεύγονται στρεβλώσεις της αγοράς, εστιάζοντας σε ορυκτές πρώτες ύλες με μικρά μεγέθη αγοράς, υψηλή συγκέντρωση προσφοράς και αδιαφανή τιμολόγηση.
Η διπλωματία των κρίσιμων πρώτων υλών
Στην έκθεση προτάθηκε επίσης μια στρατηγική «διπλωματίας των κρίσιμων πρώτων υλών», με στόχο τη διασφάλιση του εφοδιασμού της ΕΕ με κρίσιμες πρώτες ύλες. Η πρόταση θέλει να αντιμετωπίσει το πλεονέκτημα της Κίνας σε πιθανές συνεργασίες λόγω ταχύτητας και κλίμακας. Ως αντίμετρο, προτείνει τη δημιουργία μιας ομάδας με την ονομασία «G7+ Critical Raw Materials Club». Αυτή η πρωτοβουλία θα συνδέσει χώρες που χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες κρίσιμων πρώτων υλών με χώρες που διαθέτουν μεγάλες ποσότητες από αυτές με στόχο τη διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων και τη διασφάλιση της σταθερότητας της αγοράς.
Αυτή η λέσχη, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει την ΕΕ, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Αυστραλία, θα προσφέρει τέσσερα βασικά οφέλη στα μέλη της: ελεύθερο εμπόριο υλικών υπεύθυνης προέλευσης, κοινές πρωτοβουλίες έρευνας και ανάπτυξης, μακροπρόθεσμη σταθερότητα τιμών μέσω συμφωνιών αποκλειστικών προμηθειών και επενδυτικά εργαλεία για το κατάντη (downstream) τμήμα της αξιακής αλυσίδας.
Η έκθεση σημειώνει ότι η ΕΕ έχει ήδη θέσει κάποιες βάσεις, δημιουργώντας στρατηγικές εταιρικές σχέσεις με εννέα χώρες μεταξύ 2021 και 2023, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά, της Ουκρανίας και της Χιλής. Ωστόσο, τονίζει την ανάγκη αναβάθμισης πρωτοβουλιών όπως η Global Gateway, με στόχο την αυξημένη εστίαση στα στρατηγικά συμφέροντα της ΕΕ. Η Global Gateway είναι η πρωτοβουλία της ΕΕ για την προώθηση επενδύσεων σε έργα υποδομής και βιώσιμης ανάπτυξης παγκοσμίως, με στόχο την κινητοποίηση κεφαλαίων έως και 300 δισ. Ευρώ μεταξύ 2021 και 2027.
Η διπλωματική προσέγγιση επιδιώκει να προσφέρει μια εναλλακτική λύση στην κυριαρχία της Κίνας, με την ΕΕ να τοποθετείται ως πάροχος πιο αξιόπιστων, περιβαλλοντικά και κοινωνικά, επενδύσεων. Αυτή η στρατηγική ευθυγραμμίζεται με τον στόχο της ΕΕ να μειώσει την εξάρτηση της από μεμονωμένους προμηθευτές. Σε αυτό το πλαίσιο, ο νόμος της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (CRMA) θέτει ως στόχο οι προμήθειες από μια μεμονωμένη χώρα, οποιασδήποτε κρίσιμης πρώτης ύλης, να μην υπερβαίνουν το 65% των ετήσιων αναγκών της ΕΕ.
Η επιτυχία της προσέγγισης για τη δημιουργία του «G7+ Critical Raw Materials Club», σύμφωνα με την έκθεση, εξαρτάται από μια αξιόπιστη εκ των προτέρων δέσμευση χρηματοδότησης και μια βελτιωμένη διεθνή πολιτική βοήθειας που ευθυγραμμίζεται πλήρως με την τρέχουσα διπλωματία της ΕΕ γύρω από τις κρίσιμες πρώτες ύλες.
Επίσπευση της αδειοδότησης εξορυκτικών έργων στην ΕΕ και αναθεώρηση των κανόνων ανταγωνισμού
Η έκθεση Draghi ζητά σημαντική επιτάχυνση των εξορυκτικών έργων εντός της ΕΕ. Τονίζει ότι τα τρέχοντα αποθέματα λιθίου της ΕΕ, περίπου 20 εκατομμύρια τόνοι, είναι περίπου 60 φορές μεγαλύτερα από την προβλεπόμενη συνολική ετήσια ζήτηση λιθίου το 2050. Με πέντε έως 10 νέα ορυχεία που προβλέπεται να ανοίξουν έως το 2030, η εγχώρια προσφορά λιθίου θα μπορούσε να φτάσει μεταξύ 50 και 100% της ζήτησης της ΕΕ μέχρι εκείνο το έτος.
Αυτή η ώθηση για την εγχώρια παραγωγή έρχεται ενώ η ΕΕ αντιμετωπίζει εξάρτηση από τις εισαγωγές, ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση των σπάνιων γαιών, όπου πάνω από το 90% της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές από την Κίνα.
Για να αξιοποιηθεί το δυναμικό των αποθεμάτων, η έκθεση υποστηρίζει τον εξορθολογισμό των διαδικασιών αδειοδότησης για εξορυκτικά έργα στα κράτη - μέλη. Ο νόμος για τις κρίσιμες πρώτες ύλες απαιτεί ήδη μικρότερα χρονικά πλαίσια – 27 μήνες για άδειες εξόρυξης και 15 μήνες για εγκαταστάσεις επεξεργασίας – σε σύγκριση με τις ισχύουσες διαδικασίες που απαιτούν τρεις έως πέντε φορές περισσότερο χρόνο.
Ωστόσο, η έκθεση προχωρά περαιτέρω, προτείνοντας πρόσθετα μέτρα, όπως η επιβολή προκαθορισμένων ανθρώπινων πόρων για στρατηγικά έργα και θεωρώντας τα έργα αυτά ως «επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος» (Imperative reasons of overriding public interest, IROPI).
Αυτή η ώθηση για ταχύτερη αδειοδότηση εξισορροπείται με την έκκληση για διατήρηση υψηλών κοινωνικών και περιβαλλοντικών προτύπων, καθώς και προτύπων διακυβέρνησης (ESG), υπό τη σημαία της «υπεύθυνης εξόρυξης» (responsible mining).
Η έκθεση προτείνει επίσης την αναθεώρηση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ, οι οποίοι καθιστούν δύσκολη την κάθετη ενσωμάτωση έργων στην αξιακή αλυσίδα. Υποστηρίζει ότι για να προωθηθούν οι επενδύσεις σε νέους τομείς, όπως η επεξεργασία λιθίου για την παραγωγή μπαταριών, οι αποκλειστικές συμφωνίες εκμετάλλευσης και επεξεργασίας με καθορισμένη περίοδο, κάτι που απαγορεύεται επί του παρόντος από το ευρωπαϊκό πλαίσιο για τον ανταγωνισμό, μπορεί να είναι κρίσιμες για τις τελικές επενδυτικές αποφάσεις.
Αυτό αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στη σκέψη, επιτρέποντας ενδεχομένως πιο συντονισμένη βιομηχανική πολιτική σε κρίσιμους τομείς.
Δείκτες αναφοράς τιμών μετάλλων στην ΕΕ
Τέλος, η έκθεση Draghi προτείνει μια τολμηρή κίνηση για την αναμόρφωση της ευρωπαϊκής αγοράς κρίσιμων πρώτων υλών, μέσω της ανάπτυξης συγκεκριμένων σημείων αναφοράς για τις τιμές μετάλλων στην ΕΕ. Στόχος είναι η αποφυγή αναταράξεων στα επίπεδα τιμών και τη δημιουργία ενός πιο σταθερού επενδυτικού περιβάλλοντος για τον τομέα της πράσινης τεχνολογίας στην ΕΕ.
Αυτά τα προτεινόμενα σημεία αναφοράς θα παρέχουν μεγαλύτερη διαφάνεια στις αγορές λιθίου, κοβαλτίου και σπάνιων γαιών. Τα σημεία αναφοράς θα αποσκοπούσαν στην αποτελεσματική τιμολόγηση, η απουσία της οποίας προκαλεί ανεπιθύμητη αστάθεια στα ρυθμιζόμενα χρηματιστήρια, σύμφωνα με την έκθεση.
Με τη θέσπιση των δικών της σημείων αναφοράς, η ΕΕ θα διασφαλίσει πιο αξιόπιστη τιμολόγηση για τους επενδυτές, προωθώντας ενδεχομένως με αυτό τον τρόπο τις επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες και υλικά. Πέρα από τον καθορισμό τιμών, σύμφωνα με την έκθεση, αυτά τα νέα σημεία αναφοράς θα ενσωματώνουν σαφείς ορισμούς για υπεύθυνες πρακτικές εξόρυξης και εναρμονισμένα πρότυπα ESG, αντανακλώντας τη δέσμευση της ΕΕ για βιώσιμη εξόρυξη πόρων.
Με πληροφορίες από fastmarkets.com