Ο νόμος περί κρίσιμων πρώτων υλών (Critical Raw Materials Act, CRMA) που εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2024, ήταν η απάντηση της ΕΕ στην παγκόσμια ανάγκη για σταθερότητα στις προμήθειες κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών. Επί του παρόντος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κρίσιμων Πρώτων Υλών αξιολογεί εάν θα αναγνωρίσει ως «στρατηγικά» συγκεκριμένα έργα εξόρυξης, που βρίσκονται τόσο εντός, όσο και εκτός της ΕΕ. Αλλά πόση πληροφορία για αυτά τα έργα φθάνει στους πολίτες της ΕΕ;
Είναι γεγονός ότι έχουν ήδη γίνει ορισμένες αμφισβητήσιμες επιλογές σε μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί η απευθείας πρόσβαση σε κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, το βόριο και άλλα. Για παράδειγμα, στις 13 Φεβρουαρίου 2025, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξέδωσαν κάλεσμα για την αναστολή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη συμφωνίας ΕΕ-Ρουάντα σχετικά με την ανάπτυξη βιώσιμων αξιακών αλυσίδων κρίσιμων πρώτων υλών, λόγω σοβαρών ενδείξεων ότι η Ρουάντα παραβιάζει την εδαφική ακεραιότητα και διαπράττει εγκλήματα πολέμου στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Επί του παρόντος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κρίσιμων Πρώτων Υλών αξιολογεί εάν θα αναγνωρίσει ως «στρατηγικά» συγκεκριμένα έργα εξόρυξης, που βρίσκονται τόσο εντός, όσο και εκτός της ΕΕ. Αυτό το καθεστώς θα παρείχε στα έργα ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, καθεστώς προτεραιότητας στις εθνικές διοικητικές και νομικές διαδικασίες καθώς και νομικό τεκμήριο ότι πρόκειται για έργα δημόσιου συμφέροντος ή έργα που εξυπηρετούν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια. Δυστυχώς, αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται αποκλειστικά κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς τη δυνατότητα για το κοινό που επηρεάζεται από τα σχεδιαζόμενα έργα ή άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, να συνεισφέρουν στοιχεία, ανησυχίες και εμπειρογνωμοσύνη.
Ποιος αποφασίζει εάν ένα έργο είναι «στρατηγικό»;
Τα έργα εξόρυξης και ανακύκλωσης που πληρούν ορισμένα κριτήρια (άρθρο 6 του CRMA) μπορούν να αναγνωριστούν ως στρατηγικά από την Επιτροπή. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται σε διαβούλευση με το συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από την Επιτροπή και τα κράτη-μέλη. Στην πράξη, η Επιτροπή πρώτα αξιολογεί εάν ένα συγκεκριμένο έργο πληροί τα κριτήρια και διαβιβάζει την αξιολόγηση αυτή στα κράτη-μέλη. Με τη σειρά τους, τα κράτη - μέλη (ή τρίτες χώρες), στην επικράτεια των οποίων εμπίπτει το υπό αξιολόγηση έργο, μπορούν να ασκήσουν βέτο με στόχο τη διακοπή της αξιολόγησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση φαίνεται να λαμβάνεται εξ ολοκλήρου με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τον φορέα υλοποίησης του έργου. Αν και η απόφαση αφορά, μεταξύ άλλων, την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων (άρθρο 6(1)(γ) του CRMA), δεν υπάρχει επίσημη διαδικασία για τη συμμετοχή τους. Επιπλέον, δεν υπάρχουν δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες για τα έργα ή τη διαδικασία αξιολόγησης.
Σχεδόν παντελής έλλειψη διαφάνειας
Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των επί του παρόντος εξεταζόμενων έργων, η Επιτροπή επέλεξε μια αδιαφανή διαδικασία όσον αφορά στις αιτήσεις ή στις αξιολογήσεις των έργων. Αυτό σημαίνει ότι το κοινό δεν έχει πρόσβαση σε καμία πληροφορία σχετικά με το υπό εξέταση έργο, ακόμη και αν τα μέλη των τοπικών κοινοτήτων πρόκειται να επηρεαστούν άμεσα από τις εργασίες ανάπτυξης και λειτουργίας του έργου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ουσιαστική δέσμευση με τις τοπικές κοινότητες είναι ένα από τα κριτήρια για ένα στρατηγικό έργο (άρθρο 6(1)(γ) του CRMA) και ότι οι φορείς υλοποίησης του έργου πρέπει να αποδείξουν πώς θα διασφαλιστεί η ουσιαστική εμπλοκή και αποδοχή των τοπικών κοινοτήτων.
Μέχρι στιγμής, πολλαπλά αιτήματα για πρόσβαση σε πληροφορίες έχουν υποβληθεί από μη κυβερνητικές οργανώσεις σχετικά με τις αιτήσεις έργων που εξετάζει η Επιτροπή. Όλα έχουν απορριφθεί για δύο λόγους: Η Επιτροπή πιστεύει ότι η μη παροχή πληροφοριών είναι απαραίτητη για την προστασία μιας εσωτερικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων, προστατεύοντας την από εξωτερική πίεση. Πιστεύει επίσης ότι εάν οι αιτήσεις απορρίπτονταν, η γνωστοποίηση θα υπονόμευε τα εμπορικά συμφέροντα των φορέων υλοποίησης του έργου. Παρόμοιο σκεπτικό χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για να απορρίψει το αίτημα της οργάνωσης ClientEarth για τη δημοσιοποίηση εγγράφων που υποβλήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία συμμόρφωσης με κριτήρια περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και ουσιαστικής δημόσιας δέσμευσης (EASE 2024/6198).
Ωστόσο, αυτή η λογική δεν είναι πειστική. Πρώτον, τα περιβαλλοντικά δεδομένα που πρέπει να περιλαμβάνονται στην αίτηση του έργου, είναι ουσιαστικά οι πληροφορίες που βρίσκονται συνήθως στις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι δημόσιες και σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, πρέπει να είναι διαθέσιμες στο κοινό. Δεύτερον, οποιαδήποτε σχέδια για ουσιαστική δέσμευση των τοπικών κοινοτήτων, θα καταστήσουν απαραίτητη την κοινοποίηση των πληροφοριών σε αυτές. Αυτές οι πληροφορίες δεν μπορούν να αποκαλύψουν ευαίσθητες επιλογές πολιτικής της Επιτροπής, ούτε να αποκαλύψουν προστατευμένα εμπορικά μυστικά που ενδέχεται να υπονομεύσουν τον θεμιτό ανταγωνισμό.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεθς όπου η Επιτροπή φαίνεται να εμποδίζει τα κράτη-μέλη να αποκαλύπτουν οποιεσδήποτε πληροφορίες στο κοινό. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2025 η φινλανδική κυβέρνηση ενημέρωσε το κοινό σχετικά με την απόφαση της να μην κάνει χρήση του δικαιώματος της για ένσταση σε σχέση με 16 έργα με έδρα τη Φινλανδία. Η φινλανδική κυβέρνηση αναφέρει ρητά την εμπιστευτικότητα που επιβάλλει η Επιτροπή ως λόγο για τη μη παροχή περισσότερων πληροφοριών.
Η μυστικότητα υπονομεύει την εμπιστοσύνη σε έργα πρώτων υλών ζωτικής σημασίας
Από την αρχή, ο CRMA αποκλείει τις τοπικές κοινότητες και άλλους ενδιαφερόμενους από το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για στρατηγικά έργα. Αν και αυτό μπορεί φαινομενικά να επιταχύνει τη διαδικασία για την Επιτροπή βραχυπρόθεσμα, αυτή η επιλογή είναι κοντόφθαλμη. Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τη διαδικασία αξιολόγησης και τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο σφαλμάτων.
Η απόφαση φαίνεται να λαμβάνεται με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται αποκλειστικά από τον φορέα υλοποίησης του έργου, και δεδομένης της απουσίας επίσημης διαδικασίας για την υποβολή στοιχείων από το κοινό ή άλλους ενδιαφερόμενους, μπορεί να οδηγήσει σε χαρακτηρισμό έργων ως στρατηγικά, ακόμη και αν δεν πληρούν τα νομικά κριτήρια. Διόρθωση τέτοιων σφαλμάτων μέσω αιτημάτων εσωτερικής επανεξέτασης (άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus) σε επίπεδο ΕΕ ή μέσω των εθνικών δικαστηρίων, είναι πιθανό να παρατείνει απλώς τη νομική αβεβαιότητα και να υπονομεύσει την ασφάλεια των επενδύσεων.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να αλλάξει επειγόντως την πρακτική της και να διασφαλίσει ότι οι πληροφορίες, τόσο για τα επί του παρόντος εξεταζόμενα, όσο και για τα μελλοντικά έργα, θα καταστούν πλήρως προσβάσιμες στο κοινό. Ενώ η εξασφάλιση πρώτων υλών είναι σημαντική, τα εξορυκτικά έργα πρέπει να αναπτύσσονται με βιώσιμο τρόπο και με πλήρη σεβασμό των περιβαλλοντικών προτύπων και των δικαιωμάτων των τοπικών κοινωνιών.
Αντί να θωρακίζει μια διαδικασία λήψης αποφάσεων που βασίζεται σε μονόπλευρη συμβολή, η Επιτροπή θα πρέπει να επιδιώξει ανοικτή και διαφανή λήψη αποφάσεων με βάση όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες. Αυτό θα επέτρεπε τον εντοπισμό και τη διόρθωση πιθανών σφαλμάτων έγκαιρα, πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις, διασφαλίζοντας τόσο τη νομική συμβατότητα όσο και την εμπιστοσύνη του κοινού.
Με πληροφορίες από clientearth.org