Μία εκ των κρισιμότερων ψηφοφοριών στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων FitFor55, αναμένεται να διεξαχθεί στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στις 7 Ιουνίου 2022, όπου θα κριθεί η τύχη των οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης (ICEs) και η πιθανή κατάργηση των νέων πωλήσεων τους από το 2035, σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εν όψει της συζήτησης την ερχόμενη βδομάδα, 100 και πλέον ευρωπαϊκοί φορείς και εταιρείες από τους κλάδους της ενέργειας και των μεταφορών, συνέταξαν ανοιχτή επιστολή προς το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, αιτούμενοι να αναγνωριστεί η συμβολή των ανανεώσιμων καυσίμων στην μείωση των εκπομπών άνθρακα από τα οχήματα.
Την επιστολή υπογράφουν, μεταξύ άλλων, σημαντικοί ευρωπαϊκοί Σύνδεσμοι , όπως οι CLEPA, FuelsEurope, eFuel Alliance, EBB, ECFD, UPEI, αλλά και ο Ελληνικός Σύνδεσμος Εταιρειών Πετρελαιοειδών Ελλάδας-ΣΕΕΠΕ, επιπλέον εταιρείες διύλισης , ανάμεσά τους τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ, η Repsol, η ENI, η Neste, η MOL, μαζί με αρκετές εταιρείες αερίου, βιοκαυσίμων, αλλά και εταιρείες από τον κλάδο κατασκευής οχημάτων, όπως η Siemens Energy, MAZDA, κα.
Για το θέμα αυτό, υπενθυμίζεται πως μια σημαντική μερίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει στηρίξει την ίδια άποψη, προτείνοντας την υιοθέτηση ενός εθελοντικού μηχανισμού ανταλλαγής πιστώσεων, μεταξύ της αυτοκινητοβιομηχανίας και των προμηθευτών καυσίμων. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου μηχανισμού θα επέτρεπε τις πωλήσεις οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και μετά το 2035, με την προϋπόθεση ότι τα αυτοκίνητα αυτά θα χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος και όχι ορυκτά καύσιμα.
Οι αναφερόμενοι φορείς που υπογράφουν την επιστολή εστιάζουν στη σημασία ενός τεχνολογικού μείγματος που θα περιλαμβάνει όλες τις σχετικές λύσεις για τη μείωση των εκπομπών CO2, χωρίς να αγνοούνται οι ποικίλες ανάγκες των καταναλωτών και της βιομηχανίας, τονίζοντας πως το εθελοντικό σύστημα πίστωσης για τα βιώσιμα ανανεώσιμα καύσιμα, αποτελεί πρακτική λύση, η οποία θα βασίζεται στις υφιστάμενες δομές.
Οι εταιρείες αναφέρουν πως ο στόχος της μείωσης των εκπομπών CO2 κατά 100%, οδηγεί στην de facto απαγόρευση των οχημάτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης, συμπεριλαμβανομένων των υβριδικών οχημάτων και αντικατάστασή τους από αμιγώς ηλεκτρικά. Γι’ αυτό υποστηρίζουν ότι εναλλακτική αποτελεί, να δοθεί έμφαση στην απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στην αυτοκίνηση και όχι στην απαγόρευση ή την προώθηση μίας μόνο τεχνολογίας.
Από την άλλη η ηλεκτροκίνηση αναμφίβολα συμβάλει στη μείωση των εκπομπών, καθώς και τη μείωση εισαγωγών ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο το πρόβλημα, όπως εντοπίζουν, έγκειται στο γεγονός ότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της. Χαρακτηριστικά υπογραμμίζουν πως «η πρόοδος στην ανάπτυξη υποδομών φόρτισης και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, είναι άνιση σε όλα τα κράτη μέλη και πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις μόνο σε πολύ λίγα». Επιπλέον επισημαίνεται και ο κίνδυνος να δημιουργηθούν νέες εξαρτήσεις, όσον αφορά τις πρώτες ύλες, π.χ. τις μπαταρίες, ενώ γίνεται λόγος και για τις συνέπειες που θα προκληθούν για την απασχόληση.
«Μόνο στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι στόχοι που έχουν ήδη προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις εκπομπές, θέτουν σε κίνδυνο πάνω από 500.000 θέσεις εργασίας στον τομέα αυτό μέχρι το 2040, με την το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου να εμφανιστεί μεταξύ 2030 και 2035», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στον αντίποδα η επιστολή υποδεικνύει την ανάγκη να εξεταστεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ένας τεχνολογικά ανοιχτός κανονισμός για τα πρότυπα CO2, που θα αναγνωρίζει τη συμβολή των ανανεώσιμων καυσίμων στη μείωση των εκπομπών, ενώ παράλληλα θα διατηρεί την ανταγωνιστικότητα. Τα εν λόγω καύσιμα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μεταβατικά για τον τομέα των οδικών μεταφορών, ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται να καταστούν προσιτά και για κλάδους που βαραίνουν οι εκπομπές ρυπων, όπως οι αερομεταφορές και η ναυτιλία.
Με πληροφορίες από energypress.gr