Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει στόχους, που προσεγγίζουν το 30% σε κάποιες περιπτώσεις, για την αύξηση της αυτάρκειας της Ε.Ε σε βασικές πρώτες ύλες που απαιτούνται για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Το Σεπτέμβριο του 2022, η Πρόεδρος της Επιτροπής Ursula von der Leyen ανακοίνωσε την εισαγωγή νομοθεσίας περί κρίσιμων πρώτων υλών, με στόχο την αντιμετώπιση της εξάρτησης της Ευρώπης από την Κίνα όσον αφορά τα μέταλλα και τα ορυκτά που χρειάζονται για την υλοποίηση των τεχνολογιών πράσινης ενέργειας (ανεμογεννήτριες, μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων, κ.λπ).
«Πρέπει να αποφύγουμε να εξαρτηθούμε ξανά, όπως κάναμε με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο», προειδοποίησε η von der Leyen, λέγοντας ότι η Ε.Ε θα εντοπίσει στρατηγικά έργα σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού, από την εξόρυξη έως την επεξεργασία και την ανακύκλωση.
Τα εκτελεστικά όργανα της Ε.Ε έχουν αναλάβει τη σύνταξη σχετικής νομοθεσίας που αναμένεται να κατατεθεί το πρώτο τρίμηνο του 2023. Αξιωματούχοι λένε ότι η πρόταση θα περιέχει στόχους για την αύξηση της αυτάρκειας της Ευρώπης σε συγκεκριμένες πρώτες ύλες. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε ένα ορισμένο ποσοστό ικανότητας να τροφοδοτήσουμε τη δική μας ζήτηση. Θα πρέπει να στοχεύουμε να καλύπτουμε έως και το 30% των αναγκών μας για ορισμένες πρώτες ύλες», δήλωσε ο Peter Handley, ανώτερος αξιωματούχος στη διεύθυνση εσωτερικής αγοράς της Επιτροπής.
Το αν ο στόχος θα τεθεί στο 10 ή 30%, θα εξαρτηθεί από τις πρώτες ύλες καθώς και από το στάδιο στο οποίο βρίσκονται στην αλυσίδα αξίας, είτε πρόκειται για το στάδιο της εξόρυξης, της επεξεργασίας ή της ανακύκλωσης. Φυσικά, η 100% αυτάρκεια δεν είναι στόχος και ούτως ή άλλως δε θα μπορούσε να επιτευχθεί, απλώς και μόνο λόγω των γεωλογικών περιορισμών», παραδέχτηκε ο Handley.
«Θέλουμε όμως να ορίσουμε συγκεκριμένους στόχους στην επικείμενη νομοθεσία για τις κρίσιμες πρώτες ύλες για να δείξουμε πραγματικά τη σημαντικότητα του να αυξήσουμε το επίπεδο ικανότητας να εξυπηρετούμε τις δικές μας ανάγκες. Αυτό θα βάλει την Ε.Ε, σε πολύ ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση σε σχέση με τα κράτη-προμηθευτές».
Η ευρωβουλευτής Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, αντιπρόεδρος της επιτροπής διεθνούς εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συμφώνησε με τον Handley ότι η 100% αυτάρκεια ήταν μάλλον «ουτοπική» και «εκτός ατζέντας» προς το παρόν. Ωστόσο, «νομίζω ότι πρέπει να το επιδιώξουμε ούτως ή άλλως», είπε, προσθέτοντας: «Αν οι στόχοι και τα όνειρά σου δεν είναι δυσθεώρητα, τότε νομίζω ότι δεν είναι αρκετά μεγάλα».
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τις χώρες-προμηθευτές, η Ασημακοπούλου επεσήμανε τις υφιστάμενες συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών της Ε.Ε με τον Καναδά, την Ιαπωνία και το Βιετνάμ, οι οποίες περιέχουν διατάξεις για τις πρώτες ύλες. Και υπάρχουν συνεχείς συζητήσεις για τη συμπερίληψη ενός κεφαλαίου πρώτων υλών στις εμπορικές συμφωνίες με τη Χιλή και την Αυστραλία, πρόσθεσε.
Για άλλες χώρες συνέστησε τη σφυρηλάτηση «στρατηγικών εταιρικών σχέσεων», που είναι ευκολότερο να συναφθούν σε σχέση με τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου. «Είδαμε τις στρατηγικές συνεργασίες με την Ουκρανία. Είχαμε άλλη μία με τη Ναμίμπια. Ας ελπίσουμε ότι θα έχουμε μια και με τη Νορβηγία», είπε η Ασημακοπούλου.
Σε κάθε περίπτωση, είπε, η Ευρώπη θα πρέπει να είναι «πολύ πιο επιθετική» στην προστασία της βιομηχανίας της. «Ξέρετε, αυτό κάνουν οι ΗΠΑ, αυτό κάνει και η Κίνα, συνεχώς. Και μερικές φορές η καλύτερη άμυνα, είναι η επίθεση. Και είναι ώρα για επίθεση».
Στρατηγικές πρώτες ύλες
Η Ε.Ε έχει μέχρι στιγμής ταξινομήσει 30 πρώτες ύλες ως «κρίσιμες» ανάλογα με τον κίνδυνο που παρατηρείται για τον επαρκή εφοδιασμό τους και την οικονομική τους σημασία. Αλλά οι ανησυχίες της Ε.Ε για τον εφοδιασμό δε σχετίζονται μόνο με τις όχι και τόσο συνήθεις πρώτες ύλες, όπως οι σπάνιες γαίες, αλλά επεκτείνονται και σε βασικά μέταλλα όπως το αλουμίνιο και ο χαλκός, τα οποία θεωρούνται «στρατηγικά» λόγω της ευρείας χρήσης τους σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Στο νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών, η Επιτροπή «θα κινηθεί πέρα από τις κλασικές σπάνιες γαίες, τύπου σκανδίου», για να επικεντρωθεί επίσης σε άλλα μέταλλα που χρειάζονται για την πράσινη μετάβαση. Και σαφώς, ο χαλκός θα είναι απαραίτητος για την ηλεκτροδότηση της παγκόσμιας οικονομίας», ανέφερε ο Handley.
Η πρόκληση έχει ήδη εντοπιστεί εδώ και χρόνια. Για την παραγωγή μιας ανεμογεννήτριας 3MW, οι κατασκευαστές χρειάζονται 335 τόνους χάλυβα, 4,7 τόνους χαλκού, 1.200 τόνους σκυροδέματος, 3 τόνους αλουμινίου, 2 τόνους στοιχείων σπάνιων γαιών καθώς και ψευδάργυρο.
«Για μένα, αυτό είναι πραγματικά ενδεικτικό του όγκου των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες για την πράσινη μετάβαση», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Maroš Šefčovič, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο νέων εξαρτήσεων.
Δεν είναι μόνο οι αξιωματούχοι της Ε.Ε ή οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Οι περιβαλλοντικές ομάδες έχουν επίσης αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η πράσινη μετάβαση βάζει τις πρώτες ύλες σε καθεστώς μεγάλης πίεσης.
«Αλουμίνιο, χαλκός, χάλυβας, όλες αυτές οι πρώτες ύλες είναι κρίσιμες», είπε η Julia Poliscanova, ακτιβίστρια στη ΜΚΟ Transport & Environment (T&E). Και για την ίδια, αυτό επίσης σημαίνει ότι βλέπει με νέα ματιά τις ευκαιρίες εξόρυξης στην Ευρώπη, με σκοπό την επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης για έργα βιώσιμης εξόρυξης.
«Έχουμε κάποια ικανότητα εξόρυξης πρώτων υλών στην Ευρώπη και θα πρέπει να το κάνουμε αυτό με υψηλά πρότυπα και τη σύμφωνη γνώμη των τοπικών κοινοτήτων», είπε η Poliscanova. Και σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, όπως η Αφρική, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα μπορούσαν να εξάγουν την τεχνογνωσία τους για να βελτιώσουν τις συνθήκες εξόρυξης εκεί, είπε.
«Πρέπει να υποστηρίξουμε όχι μόνο τα εγχώρια έργα εξόρυξης αλλά και έργα σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης χρειάζεται να επεκταθούμε και σε έργα που θα αφορούν στην επεξεργασία και στην ανακύκλωση», είπε, προτρέποντας την Ευρώπη να επιταχύνει αυτά τα έργα.
Πέρα από την ανακύκλωση, θα πρέπει επίσης να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στα λεγόμενα έργα επανεξόρυξης που χρησιμοποιούν τα απόβλητα εξόρυξης ως πόρο, παρατήρησε ο Poliscanova, λέγοντας ότι ανάλογες ευκαιρίες είναι άφθονες σε μέρη όπως η Τσεχική Δημοκρατία.
«Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ το έχουν ήδη κάνει. Έχουν ήδη χαρτογραφήσει το δυναμικό ανάκτησης πρώτων υλών από τα εξορυκτικά απόβλητα και κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο στην Ευρώπη», είπε, θεωρώντας τη συγκεκριμένη μέθοδο «πραγματική επιχειρηματική ευκαιρία».
Μέταλλα όπως το λίθιο και οι σπάνιες γαίες θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Εν μέσω ενός παγκόσμιου αγώνα πρόσβασης σε αυτούς τους πόρους, η Ε.Ε στοχεύει να εξασφαλίσει το κομμάτι που της αναλογεί, θεσπίζοντας νέα νομοθεσία, το νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών (Critical Raw Materials Act).
Αλουμίνιο
Για το αλουμίνιο, ωστόσο, η εικόνα φαίνεται ζοφερή, με την παραγωγή στην Ευρώπη να μειώνεται σταθερά με τα χρόνια. Σήμερα, η Ευρώπη εισάγει το 47% του πρωτογενούς αλουμινίου της, με την Κίνα να ελέγχει πλέον το 60% της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας, ακολουθούμενη από τη Ρωσία.
«Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι μια μαζική αποβιομηχανοποίηση στην Ευρώπη στον τομέα του αλουμινίου», προειδοποίησε ο Paul Voss, γενικός διευθυντής της European Aluminium. Αυτό συμβαίνει παρά την αυξανόμενη ζήτηση για το μέταλλο, το οποίο χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, καλώδια τροφοδοσίας ή ηλιακά panel, όπου το αλουμίνιο αποτελεί το 85% του συνολικού χρησιμοποιούμενου υλικού.
«Υπάρχουν περίπου 4 εκατομμύρια τόνοι επιπλέον ζήτησης για το αλουμίνιο, καθαρά και μόνο λόγω της ενεργειακής μετάβασης», είπε ο Voss, καλώντας τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να σκεφτούν πιο στρατηγικά τις πρώτες ύλες. Η Ασημακοπούλου συμφώνησε. «Για να αποφύγουμε μελλοντικές κρίσεις, πρέπει να είμαστε πολύ πιο στρατηγικοί στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις κρίσιμες πρώτες ύλες και το αλουμίνιο είναι στρατηγικό», είπε η ευρωβουλευτής.
Με πληροφορίες από euractiv.com