Η σύνοδος κορυφής COP28 για το κλίμα, η οποία ξεκίνησε στις 30 Νοεμβρίου στο Dubai και ολοκληρώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2023, έλαβε χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή για τον πλανήτη. Η COP28 αξιολόγησε το τι έχουν επιτύχει οι χώρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Παρισιού (2015). Το κύριο συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι οι χώρες έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο. Αλλά οχι αρκετή. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν για να επιταχύνουν τις απαραίτητες δράσεις.
Το καλοκαίρι του 2023 κατέρριψε το ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών και επέφερε φυσικές καταστροφές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο φιλόδοξος στόχος μέγιστης αύξησης της θερμοκρασίας των 1,5οC, όπως αυτός τέθηκε στη Συμφωνία του Παρισιού, έχει οδηγήσει τα κράτη να μειώνουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ωστόσο, η μείωση αυτή αποδεικνύεται αργή ενώ παράλληλα έχει καθυστερήσει να δωθεί οικονομική βοήθεια στις φτωχότερες χώρες για να αντιμετωπίσουν τις πρωτόγνωρες φυσικές καταστροφές. Για να κατανοήσουμε τα διακυβεύματα, ακολουθούν κάποια πολύ χαρακτηριστικά δεδομένα της κατάστασης του πλανήτη και των προσπαθειών για το κλίμα σε παγκόσμιο επίπεδο.
1,3 βαθμοί Κελσίου
Η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή
Οι ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου οδηγούν τις παγκόσμιες θερμοκρασίες σε αυξητική τροχιά, ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν η βιομηχανική επανάσταση και η μαζική καύση ορυκτών καυσίμων άρχισαν να επηρεάζουν το κλίμα της Γης. Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη έχει ήδη αυξηθεί κατά περίπου 1,3 βαθμούς Κελσίου και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης έχει συμβεί από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα. Τα τελευταία 50 χρόνια, σύμφωνα με έρευνες, οι παγκόσμιες θερμοκρασίες έχουν φτάσει στα τρέχοντα επίπεδα με τον ταχύτερο ρυθμό εδώ και τουλάχιστον 2.000 χρόνια.
Τον περασμένο Οκτώβριο, η Γη αντιμετώπισε την πιο ζεστή περίοδο σε ετήσια βάση στην ιστορία, όπως αναφέρει μία πρόσφατη ανάλυση. Και το 2023 είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι το πιο θερμό ημερολογιακό έτος που έχει παρατηρηθεί ποτέ. Με αυτό τον τρόπο θα συνεχιστεί η κατάρριψη των προηγούμενων ανώτερων επιπέδων των παγκόσμιων θερμοκρασιών, με τα πέντε πιο θερμά έτη στον κόσμο να έχουν σημειωθεί όλα από το 2015.
Αν η υπερθέρμανση του πλανήτη υπερβεί τους 2 βαθμούς Κελσίου, το γεγονός αυτό θα οδηγούσε τον κόσμο σε καταστροφικές αλλαγές, όπως προειδοποιούν οι επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένων απειλητικών για τη ζωή ακραίων θερμοκρασιών, επιδείνωσης καταιγίδων και πυρκαγιών, μείωσης της απόδοσης των καλλιεργειών, επιτάχυνσης της ανόδου της στάθμης της θάλασσας και υπαρξιακών απειλών για ορισμένες παράκτιες κοινότητες και μικρά νησιωτικά έθνη. Πριν από οκτώ χρόνια στο Παρίσι, σχεδόν κάθε έθνος στη Γη συμφώνησε να προσπαθήσει να διατηρήσει τις θερμοκρασίες πολύ κάτω από αυτό το όριο σίγουρα πιο κάτω από το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου, αν ήταν δυνατόν.
Αλλά με μόνο κάποια δέκατα να απομένουν για να φτάσουμε αυτό το όριο, η απειλή είναι πιο άμεση από ποτέ, με κάποιους επιστήμονες να υποστηρίζουν ότι ο στόχος αυτός έχει ήδη χαθεί.
4,3 τρισ. δολάρια
Οι παγκόσμιες οικονομικές απώλειες από τις κλιματικές καταστροφές από το 1970
Οι καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα επιδεινώνονται καθώς οι θερμοκρασίες αυξάνονται. Τα κύματα καύσωνα εντείνονται, οι τροπικοί κυκλώνες ενισχύονται, οι πλημμύρες και οι ξηρασίες γίνονται πιο έντονες και οι πυρκαγιές γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Πρωτόγνωρες φυσικές καταστροφές σημειώθηκαν φέτος σε όλο τον πλανήτη, οι οποίες είναι μάλλον προάγγελος νέων έντονων καιρικών φαινομένων στο μέλλον. Οι επιστήμονες λένε ότι τέτοια φαινόμενα, είναι σίγουρο ότι θα αυξηθούν σε αριθμο και ένταση στο μέλλον καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται.
Σχεδόν 12.000 φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με τον καιρό, το κλίμα και το νερό έπληξαν τη Γη τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, όπως αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας. Έχουν προκαλέσει ζημιές τρισεκατομμυρίων δολαρίων και έχουν προκαλέσει το θάνατο περισσότερων από 2 εκατομμύρια ανθρώπων.
Το 90% αυτών των θανάτων έχουν συμβεί σε αναπτυσσόμενες χώρες. Σε σύγκριση με τα πλουσιότερα κράτη, αυτές οι χώρες έχουν ιστορικά συνεισφέρει ελάχιστα στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη, ωστόσο υφίστανται σε δυσανάλογο βαθμό τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Λιγότερο από 6 χρόνια
Όταν ο κόσμος θα μπορούσε να ξεπεράσει το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου
Ο χρόνος τελειώνει γρήγορα για τον πλανήτη για να επιτύχει τον πιο φιλόδοξο διεθνή κλιματικό στόχο: τη διατήρηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Οι άνθρωποι μπορούν να εκπέμψουν ακόμα 250 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους διοξειδίου του άνθρακα, διατηρώντας κάποιες λίγες πιθανότητες να επιτύχουν αυτό το στόχο, λένε οι επιστήμονες. Ωστόσο, αυτή η ποσότητα εκπομπών θα μπορούσε να είναι θέμα μόνο των επόμενων 6 ετών.
Αυτό τουλάχιστον είναι το συμπέρασμα δύο πρόσφατων μελετών, μία που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο και μία τον Οκτώβριο. Οι άνθρωποι εκπέμπουν περίπου 40 δισ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα κάθε χρόνο, με κάθε τόνο να μας φέρνει κοντά στην υπέρβαση του στόχου των 1,5 βαθμών Κελσίου.
Η ποσότητα του άνθρακα που μπορούμε ακόμα να εκπέμψουμε χωρίς να υπερβούμε αυτό το όριο ίσως είναι υπερεκτιμημένη με βάση προηγούμενες εκτιμήσεις, αυξάνοντας την πιθανότητα ότι ο χρόνος ίσως τελειώνει ακόμη πιο γρήγορα από το αναμενόμενο.
«Ενώ η έρευνα μας δείχνει ότι είναι ακόμα δυνατό ο κόσμος να παραμείνει κάτω από το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου, είναι δύσκολο να δούμε πώς θα παραμείνει έτσι για πολύ», δήλωσε ο Robin Lamboll, επιστήμονας στο Imperial College του Λονδίνου και επικεφαλής συγγραφέας της πιο πρόσφατης μελέτης. «Δυστυχώς, η μέρα που θα υπερβούμε αυτό το κρίσιμο όριο πλησιάζει γρήγορα, χωρίς κανένα σημάδι ότι μπορούμε να την αποφύγουμε».
4,4 χιλιοστά
Ετήσιος ρυθμός ανόδου της στάθμης της θάλασσας
Η παγκόσμια στάθμη της θάλασσας αυξάνεται ραγδαία καθώς οι πάγοι λιώνουν και οι ωκεανοί θερμαίνονται και διαστέλλονται. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο ρυθμός αύξησης της στάθμης είναι επί του παρόντος στα 4,4 χιλιοστά ανά έτος και αυτός ο ρυθμός επιταχύνεται, αυξανόμενος κατά περίπου 1 χιλιοστό κάθε δεκαετία. Αν και ακούγονται μικροί σαν αριθμοί, δεν είναι.
Τα στρώματα πάγου και οι παγετώνες του κόσμου έχουν τεράστιες απώλειες της τάξης των 1,2 τρισ. τόνων πάγου κάθε χρόνο. Αυτές οι απώλειες έχουν επίσης επιταχυνθεί κατά τουλάχιστον 57% από τη δεκαετία του 1990. Η μελλοντική άνοδος της στάθμης της θάλασσας εξαρτάται κυρίως από το λιώσιμο των πάγων μελλοντικά, το οποίο εξαρτάται από τις μελλοντικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η υπερβολική υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο στάθμης της θάλασσας ακόμα και κατά περίπου 1 μέτρο μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, επίπεδο αρκετό για να πλημμυρίσει πολλές παράκτιες κοινότητες, να απειλήσει την παροχή γλυκού νερού και να βυθίσει μερικά μικρά νησιωτικά έθνη.
Ορισμένα μέρη είναι πιο ευάλωτα από άλλα. «Τα χαμηλά νησιά στον Ειρηνικό βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας», δήλωσε ο ειδικός της NASA για τη στάθμη της θάλασσας, Benjamin Hamlington. «Στις ΗΠΑ, οι Νοτιοανατολικές ακτές και οι ακτές του Κόλπου του Μεξικό βιώνουν μερικούς από τους υψηλότερους ρυθμούς ανόδου της στάθμης της θάλασσας στον κόσμο και οι μελλοντικές προβλέψεις είναι πολύ αποθαρρυντικές. Όμως, μακροπρόθεσμα, σχεδόν κάθε ακτογραμμή σε όλο τον κόσμο θα παρουσιάσει άνοδο της στάθμης της θάλασσας και θα αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις».
43%
Το ποσοστό που πρέπει να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 για να επιτευχθεί ο στόχος των 1,5 βαθμών Κελσίου
Ο κόσμος θα έπρεπε να υποστεί έναν έντονο μετασχηματισμό κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας για να έχει οποιαδήποτε ελπίδα να εκπληρώσει το φιλόδοξο ανώτατο όριο υπερθέρμανσης των 1,5 βαθμών Κελσίου της Συμφωνίας του Παρισιού.
Με λίγα λόγια, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να μειωθούν κατά 43% έως το 2030 και 60% έως το 2035, πριν μηδενιστούν εντελώς μέχρι τα μέσα του αιώνα, σύμφωνα με Έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει ο κόσμος από την υπογραφή της Συμφωνίας του Παρισιού. Αυτό θα έδινε στον κόσμο 50% πιθανότητες να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
Ωστόσο, με βάση τις δεσμεύσεις για το κλίμα που έχουν αναλάβει οι χώρες μέχρι σήμερα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι πιθανό να μειωθούν κατά μόλις 2% αυτή τη δεκαετία, σύμφωνα με σχετική εκτίμηση του ΟΗΕ. Οι κυβερνήσεις «κάνουν μικρά βήματα για να αποτρέψουν την κλιματική κρίση», δήλωσε ο επικεφαλής του ΟΗΕ για το κλίμα, Simon Stiell. «Αυτό σημαίνει ότι η σύνοδος COP28 θα έπρεπε να είναι ένα σαφές σημείο καμπής».
1 τρισ. δολάρια ανά έτος
Οι ανάγκες χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης
Από πολλές απόψεις, οι σύνοδοι κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα έχουν να κάνουν με τα οικονομικά. Η μείωση των εκπομπών άνθρακα που είναι αποτέλεσμα της βιομηχανικής παραγωγής, η προστασία των κοινοτήτων από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η ανοικοδόμηση μετά από κλιματικές καταστροφές, όλα κοστίζουν χρήματα. Και ειδικά οι αναπτυσσόμενες χώρες δε διαθέτουν αρκετά από αυτά.
Καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες αυξάνονται, αυξάνεται και η πίεση στα πλουσιότερα κράτη, όπως οι ΗΠΑ, που είναι υπεύθυνα για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη, για να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να μειώσουν τη ρύπανση και να προσαρμοστούν σε έναν πιο θερμό πλανήτη. Τα πλουσιότερα κράτη αντιμετωπίζουν επίσης αυξανόμενες εκκλήσεις να πληρώσουν για την καταστροφή που προκλήθηκε από την κλιματική αλλαγή.
Όμως η ροή χρημάτων από τις πλούσιες προς τις φτωχές χώρες έχει επιβραδυνθεί. Τον Οκτώβριο 2023, μια διάσκεψη με θέμα τη δέσμευση για την αναπλήρωση του Πράσινου Ταμείου για το Κλίμα του ΟΗΕ συγκέντρωσε μόνο 9,3 δισ. δολάρια, ακόμη λιγότερο από τα 10 δισ. δολάρια που είχαν υποσχεθεί τα κράτη την προηγούμενη φορά. Μια εκπρόθεσμη υπόσχεση των ανεπτυγμένων χωρών να παρέχουν 100 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2020 για να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές και να προσαρμοστούν στις αυξανόμενες θερμοκρασίες «πιθανότατα» εκπληρώθηκε πέρυσι, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο οποίος προειδοποίησε ότι η χρηματοδότηση προσαρμογής μειώθηκε κατά 14% το 2021.
Ως αποτέλεσμα, το χάσμα μεταξύ του τι χρειάζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες και του πόσα χρήματα ρέουν τελικά προς αυτές, αυξάνεται. Η έκθεση του ΟΟΣΑ ανέφερε ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα χρειαστούν περίπου 1 τρισ. δολάρια ετησίως για επενδύσεις για το κλίμα έως το 2025, «με το επίπεδο να ανέρχεται περίπου στα 2,4 τρισ. δολάρια κάθε έτος μεταξύ 2026 και 2030».
7 τρισ. δολάρια
Οι επιδοτήσεις για ορυκτά καύσιμα σε παγκόσμιο επίπεδο το 2022
Σε πλήρη αντίθεση με τη χρηματοδότηση για το κλίμα, οι επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Το 2022, οι συνολικές δαπάνες για επιδοτήσεις πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα έφτασαν τα 7 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ποσό αυτό είναι 2 τρισ. δολάρια περισσότερο από το 2020.
Οι άμεσες επιδοτήσεις - άμεση κρατική στήριξη για τη μείωση των τιμών της ενέργειας - υπερδιπλασιάστηκαν από το 2020, στα 1,3 τρισ. δολάρια. Αλλά η πλειονότητα των επιδοτήσεων είναι έμμεσες και αντιστοιχούν στο γεγονός ότι οι κυβερνήσεις δεν απαιτούν από τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων να πληρώσουν για τη ζημιά στην υγεία και το περιβάλλον που προκαλούν τα προϊόντα τους στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, οι χώρες συνεχίζουν να αντλούν δημόσιο και ιδιωτικό χρήμα με σκοπό την παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Μια πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ διαπίστωσε ότι οι κυβερνήσεις σχεδιάζουν να παράγουν υπερδιπλάσια ποσότητα ορυκτών καυσίμων το 2030 από ό,τι θα ήταν σύμφωνο με τον στόχο των 1,5 βαθμών Κελσίου.
66.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα
Οι δασικές εκτάσεις που αποψιλώθηκαν παγκοσμίως το 2022
Στη σύνοδο κορυφής COP26 για το κλίμα πριν από δύο χρόνια στη Γλασκώβη της Σκωτίας, τα έθνη δεσμεύτηκαν να σταματήσουν την παγκόσμια αποψίλωση των δασών έως το 2030. Συνολικά 145 χώρες έχουν υπογράψει τη Διακήρυξη των Δασών της Γλασκώβης, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας δασικής κάλυψης.
Ωστόσο, η παγκόσμια δράση εξακολουθεί να υπολείπεται αυτού του στόχου. Η ετήσια έκθεση Forest Declaration Assessment, αποτέλεσμα μία συλλογής ερευνητικών ομάδων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, υπολόγισε ότι ο κόσμος έχασε 66.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα δάσους πέρυσι, ή περίπου 25.000 τετραγωνικά μίλια, μια έκταση ελαφρώς μεγαλύτερη από τη Δυτική Βιρτζίνια ή τη Λιθουανία. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απώλειας προήλθε από τα τροπικά δάση.
Η ανάσχεση της αποψίλωσης των δασών αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της παγκόσμιας δράσης για το κλίμα. Η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή προειδοποιεί ότι οι συλλογικές συνεισφορές από τη γεωργία, τη δασοκομία και τη χρήση γης αποτελούν έως και το 21% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα που προκαλούνται από τον άνθρωπο. Η αποψίλωση των δασών απελευθερώνει μεγάλους όγκους διοξειδίου του άνθρακα πίσω στην ατμόσφαιρα και πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι οι εκπομπές άνθρακα από τα τροπικά δάση μπορεί να έχει διπλασιαστεί από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Σχεδόν 1 δισεκατομμύριο τόνοι
Το ετήσιο κενό στην ποσότητα δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα
Δεδομένου του αργού παγκόσμιου ρυθμού μείωσης της ρύπανσης από αέρια του θερμοκηπίου, όπως αναφέρουν ερευνητές, μια δεύτερη προσέγγιση είναι απαραίτητη για την επιβράδυνση της θέρμανσης της Γης. Αυτή είναι η απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Η τεχνολογία για να γίνει αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό μη δοκιμασμένη σε κλίμακα και δεν θα είναι φθηνή.
Μία έκθεση ορόσημο σχετικά με τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης νωρίτερα φέτος, διαπίστωσε ότι η διατήρηση της υπερθέρμανσης στους 2 βαθμούς Κελσίου ή λιγότερο θα απαιτούσε από τις χώρες να αφαιρέσουν συλλογικά επιπλέον 0,96 δισ. τόνους ισοδύναμου CO2 ετησίως έως το 2030.
Περίπου 2 δισ. τόνοι απομακρύνονται πλέον κάθε χρόνο, αλλά αυτό επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό μέσω της φυσικής ικανότητας απορρόφησης των δασών. Η αφαίρεση ακόμη περισσότερου άνθρακα θα απαιτήσει από τις χώρες να κλιμακώσουν μαζικά τις τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα, δεδομένης της περιορισμένης ικανότητας των δασών να απορροφούν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα.
Οι τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα βρέθηκαν στο προσκήνιο κατά τη σύνοδο COP28, αν και ορισμένες χώρες και εταιρείες θέλουν να τις χρησιμοποιήσουν για να ανταποκριθούν στο στόχο των μηδενικών εκπομπών, ενώ συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα. Οι επιστήμονες ξεκαθαρίζουν ότι η δέσμευση του άνθρακα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις γενναίες περικοπές των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που είναι απαραίτητες.
1.000 γιγαβάτ
Αναγκαία ετήσια αύξηση της παραγωγικής ικανότητας των ΑΠΕ για να διατηρηθεί η πιθανότητα επίτευξης του ορίου των 1,5 βαθμών Κελσίου
Η στροφή από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά η μετάβαση είναι ακόμη πολύ αργή για να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού.
Για να μην ξεπεραστεί το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου, η Διεθνής Υπηρεσία Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IREA) εκτιμά ότι ο κόσμος χρειάζεται να προσθέτει 1.000 γιγαβάτ σε παραγωγική ικανότητα από ΑΠΕ κάθε χρόνο έως το 2030. Συγκριτικά, ολόκληρη η ικανότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε κλίμακα κοινής ωφέλειας των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν περίπου 1.160 γιγαβάτ πέρυσι, σύμφωνα με το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ.
Πέρυσι, οι χώρες πρόσθεσαν περίπου 300 γιγαβάτ από ΑΠΕ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της IREA που δημοσιεύτηκαν στην έκθεση World Energy Transitions Outlook τον Ιούνιο 2023. Αυτό το έλλειμμα ώθησε την ΕΕ και το κράτος υποδοχής της διάσκεψης για το κλίμα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, να κάνουν εκστρατεία κατά τη διάρκεια της COP28, ώστε τα συμμετέχοντα κράτη να δεσμευτούν για τον τριπλασιασμό της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας ενέργειας από ΑΠΕ έως το 2030, ένας στόχος που υποστηρίζεται επίσης από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
«Η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα και είναι ιδιαίτερα έντονη», δήλωσε το Νοέμβριο ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας Fatih Birol. «Δεν είναι θέμα «αν», είναι θέμα απλώς «πόσο σύντομα». Και όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο για όλους μας».
Με πληροφορίες από politico.eu