Η θέση της βιοοικονομίας στην ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας

Η θέση της βιοοικονομίας στην ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας

Μια νέα τάξη στο παγκόσμιο εμπόριο βρίσκεται υπό διαμόρφωση καθώς οι οικονομικές συμμαχίες αποκρυσταλλώνονται γύρω από στρατιωτικούς και γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς, ωθώντας την επαναδιαμόρφωση υφιστάμενων εμπορικών δομών σε παγκόσμια κλίμακα. Σε αυτή τη νέα κατάσταση, η ασφάλεια των πόρων αποτελεί μείζονα μέριμνα για τις κυβερνήσεις και η ΕΕ πιστεύει ότι η βιοοικονομία της θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις.

Disclaimer: Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς αναφορά στο RAWMATHUB.GR (με ενεργό link) ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του RAWMATHUB.GR. 

Από το περιβάλλον στην ασφάλεια

Η ΕΕ άρχισε να σχεδιάζει την πολιτική της για τη βιοοικονομία πριν από περίπου δέκα χρόνια και μια σχετική στρατηγική εγκρίθηκε το 2012. Σε αυτό το πρώιμο στάδιο, οι δηλωμένοι στόχοι ήταν η αύξηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η μείωση της εξάρτησης από τις ορυκτές πρώτες ύλες, η αύξηση της επισιτιστικής ασφάλειας, η ενίσχυση της βιοποικιλότητας και η ενίσχυση της προστασίας του κλίματος.

Μέχρι το 2018, όταν κυκλοφόρησε η ενημερωμένη Στρατηγική για τη Βιοοικονομία, οι προτεραιότητες άλλαξαν ελαφρώς. Η πρωταρχική έμφαση δόθηκε στη χρήση της βιοοικονομίας για την υποκατάσταση των επιβλαβών για το περιβάλλον πετροχημικών πρώτων υλών και ως μονοπατιού για την ανάπτυξη περιφερειακών οικονομιών εντός οικολογικών ορίων.

Κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων οκτώ ετών, η ΕΕ προώθησε τη βιοοικονομία ως μέσο για την επίτευξη βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Η έμφαση μετατοπίστηκε όταν ξεκίνησε η πανδημία το 2020 και η Ευρώπη αντιμετώπισε ελλείψεις σε ενέργεια και πρώτες ύλες. Από εκεί και πέρα, τα οφέλη για την ασφάλεια από την αξιοποίηση της βιομάζας έχουν αποκτήσει εξέχουσα θέση και καταδεικνύουν πλέον ως επείγουσα την ανάγκη ανάπτυξης του τομέα.

Η σημασία της βιοοικονομίας στην ασφάλεια διευρύνθηκε περισσότερο όταν ξεκίνησε ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας δύο χρόνια αργότερα. Ο πόλεμος έκανε τους κινδύνους εξάρτησης από τις εισαγωγές ακόμη πιο ορατούς για την ΕΕ. Η ΕΕ μείωσε δραστικά την εξάρτηση της από το φυσικό αέριο της Ρωσίας, αλλά η ενεργειακή ασφάλεια κατά τους χειμερινούς μήνες ήταν από τότε ψηλά στην ατζέντα της, εγείροντας ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με τις εξαρτήσεις σε άλλους τομείς.

Η ενεργειακή και βιομηχανική πολιτική της ΕΕ απάντησε με τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας, σχεδιάζοντας νέα στρατηγική για την προμήθεια αγαθών από πολλούς προμηθευτές. Διευρύνοντας τον αριθμό των προμηθευτών, μια χώρα εισαγωγής μειώνει τους κινδύνους υλικών ελλείψεων, καθώς και την έκθεση της στην απειλή περιορισμών του εφοδιασμού, καθοδηγούμενων από γεωπολιτικά κίνητρα.

Η έμφαση στην ασφάλεια μέσω της διαφοροποίησης έχει περάσει και στην πολιτική της βιοοικονομίας. Τα οφέλη της βιοοικονομίας για το μετριασμό των αρνητικών κλιματικών επιπτώσεων δεν έχουν ξεχαστεί, αλλά η έμφαση στην πολιτική διαφέρει πλέον και οι περιβαλλοντικές ανησυχίες έχουν συνδεθεί περισσότερο από ποτέ με στρατηγικές για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού λόγω αβεβαιοτήτων στις ροές βασικών εμπορευμάτων.

«Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακαλύπτει εκ νέου τις αρετές της βιοοικονομίας με στόχο την ενεργειακή ανεξαρτησία και την επισιτιστική ασφάλεια της ΕΕ», σημείωσε μια έκθεση προόδου της ΕΕ σχετικά με τη βιοοικονομία τον Ιούνιο του 2022. Ανέφερε επίσης ότι οποιοδήποτε μελλοντικό σχέδιο δράσης της ΕΕ για τη βιοοικονομία θα πρέπει να ανταποκρίνεται στον αντίκτυπο της αστάθειας στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας και στις τιμές των ενεργοβόρων προϊόντων.

Η έκθεση του Ηνωμένου Βασιλείου για τη Στρατηγική για τη Βιομάζα του 2023 πλαισίωνε με παρόμοιο τρόπο τη βιομάζα ως χρήσιμο εργαλείο ενεργειακής ασφάλειας, ειδικά σε περιοχές που είναι πιο δύσκολο να απελευθερωθούν από τον άνθρακα. Η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα αναγνωρίστηκε όχι μόνο ως οικολογικός κίνδυνος, αλλά και οικονομικός, με τις διακοπές εφοδιασμού από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ευρώπη να έχουν τροφοδοτήσει τις πιέσεις που επιφέρει το αυξημένο κόστος ζωής για τους Βρετανούς πολίτες.

Αφιέρωμα - Παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος - Ο δρόμος προς την αειφορία

Όταν η βιοοικονομία μπορεί να υποστηρίξει την ασφάλεια

Στην Ευρώπη, η εξάρτηση από παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και η έλλειψη ποικιλίας όσον αφορά στους προμηθευτές, συνδέεται με τη χαμηλή ποικιλομορφία των βιομηχανικών πρώτων υλών της και την κυριαρχία του πετρελαίου. Από τους 90 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου και φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνται από τις βιομηχανίες της Ευρώπης που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα, οι περισσότεροι προέρχονται από το εξωτερικό και συχνά από χώρες που χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο πολιτικής αστάθειας. Η παραγωγή αργού πετρελαίου εντός της ΕΕ είναι χαμηλή και μειώνεται, πράγμα που σημαίνει ότι η εξάρτηση της από τις εισαγωγές θα αυξηθεί εάν δε ληφθούν μέτρα για την εξεύρεση άλλων λύσεων.

Οι ανάγκες της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας σε φυσικό αέριο σημαίνουν ότι είναι ο κλάδος που εξαρτάται περισσότερο από την ενέργεια και την πρώτη ύλη από τη Ρωσία. Από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι χημικές εταιρείες προμηθεύονται αέριο από άλλες πηγές σε υψηλότερες τιμές. Το αποτέλεσμα της ανασφάλειας στον εφοδιασμό, των ακυρωμένων έργων και του υψηλότερου κόστους, ωθούν πολλές εταιρείες να μειώσουν την παραγωγή.

Για τους καθαρούς εισαγωγείς πετροχημικών όπως η ΕΕ, η χρήση βιολογικών πρώτων υλών και η ανάπτυξη της βιομηχανικής βιοτεχνολογίας έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα όσον αφορά στην ασφάλεια: η βιομάζα ως πρώτη ύλη είναι διαθέσιμη από πολλούς περισσότερους προμηθευτές, προσφέροντας περισσότερες επιλογές, ακόμα και εντός των συνόρων της.

Η βιοενέργεια αντιπροσωπεύει ήδη το 12% του συνολικού ενεργειακού μείγματος στην ΕΕ και το 60% της κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Όσον αφορά τις χημικές ουσίες βιολογικής προέλευσης, η ΕΕ έχει καταστήσει τον τομέα των βιοπροϊόντων, τομέα προτεραιότητας με υψηλές δυνατότητες μελλοντικής ανάπτυξης. Η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο το 20% του άνθρακα που χρησιμοποιείται στα χημικά και πλαστικά προϊόντα που παράγονται εντός των συνόρων της να προέρχεται από βιώσιμες, μη ορυκτές πηγές, έως το 2030.

Γενικά, η ευρωπαϊκή πολιτική για τη βιοοικονομία ευνοεί τη χρήση αποβλήτων σε σχέση με την καλλιέργεια πρώτων υλών, δεδομένων των εκπομπών άνθρακα και των πιέσεων σε καλλιεργήσιμη γη που συνεπάγεται η δεύτερη. Ωστόσο, ακόμα κι αν η βιοοικονομία περιορίζεται στα απόβλητα ως πρώτη ύλη, η διαθέσιμη δεξαμενή είναι σημαντική. Στην Ευρώπη το 2017, περίπου 86 εκατομμύρια τόνοι βιοαποβλήτων περιέχονταν μόνο στα αστικά απόβλητα, σύμφωνα με τη Eurostat.

Επιπλέον, τα συνολικά ετήσια γεωργικά απόβλητα που παράγονται στις χώρες της ΕΕ μεταξύ 2016 και 2020 ήταν 924 εκατομμύρια τόνοι, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν άχυρα δημητριακών (κατά μέσο όρο 311 εκατομμύρια τόνοι ετησίως), ακολουθούμενα από υπολείμματα από καλλιέργειες ελαιωδών καρπών καθώς και υπολείμματα ελαιοπαραγωγής, σταφυλιών και καλλιεργειών ζάχαρης ή αμύλου.

Τα ανοικτά θέματα

Η αύξηση της βιομάζας από απόβλητα ως πρώτη ύλη σε βιομηχανικές εφαρμογές θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομική ασφάλεια της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Ωστόσο, εκτός από τις δυσκολίες στην ανάπτυξη βιοδιυλιστηρίων μεγάλης κλίμακας και της συλλογής πρώτης ύλης, η ΕΕ θα αντιμετωπίσει μια περαιτέρω πρόκληση όσον αφορά τη διασφάλιση της βιώσιμης προέλευσης των αυξανόμενων όγκων βιολογικής πρώτης ύλης.

Η Ευρώπη υποφέρει ήδη από υψηλά ποσοστά απώλειας βιοποικιλότητας, κάτι που θα επιδεινωθεί εάν καλλιεργήσιμες ή δασώδεις εκτάσεις χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή πρώτης ύλης για τη βιομηχανία. Μη ενδεδειγμένες χρήσεις της βιομάζας, όπως π.χ η καύση ξυλώδους βιομάζας ως καύσιμο, μπορεί να υπονομεύσουν τους στόχους μείωσης των εκπομπών άνθρακα.

Η ΕΕ έχει προτείνει μια βιοοικονομική αξιολόγηση χρήσης γης για να εξαχθεί μια σαφέστερη εικόνα για το πόση βιομάζα μπορούμε να αντλήσουμε πριν ξεπεράσουμε τα όρια ασφαλούς λειτουργίας. Το έργο αυτό θα πρέπει να καθοδηγεί τις αποφάσεις σχετικά με το ποια είδη δραστηριοτήτων κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού της βιοοικονομίας θα πρέπει να αναπτυχθούν και πού, με τρόπο που να περιορίζει την πίεση στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τη βιοποικιλότητα.

Η ΕΕ αναγνωρίζει ήδη ότι οι τελικές χρήσεις πρέπει να βελτιστοποιηθούν προσεκτικά και το σχέδιο της για να το πετύχει αυτό είναι μέσω της εφαρμογής της αρχής της κλιμακωτής χρήσης, η οποία κατοχυρώνεται στην αναθεωρημένη οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 2021. Η πρόταση προωθεί τις χρήσεις βιομάζας με την υψηλότερη οικονομική και περιβαλλοντική προστιθέμενη αξία. Μόνο όταν αυτές οι χρήσεις εξαντληθούν, η βιομάζα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας.

Αύξηση της βιοοικονομίας, συρρίκνωση της κατανάλωσης

Οι πρώτες ύλες που βασίζονται στη βιομάζα μπορούν να ενισχύσουν τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν κάθε περίπτωση χρήσης πετροχημικών. Ακόμη και αν μπορούσαν να συγκομιστούν αρκετοί όγκοι βιομάζας οικονομικά, η κάλυψη μιας αγοράς προσανατολισμένης στην ανάπτυξη, θα υπονόμευε γρήγορα τους στόχους για τον άνθρακα και τη βιοποικιλότητα.

Επίσης, σύμφωνα με μελέτη της Επιτροπής Έρευνας & Καινοτομίας 2050 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα υπάρχει τόση ζήτηση για βιομάζα που η βιώσιμη προσφορά δε θα μπορέσει να συμβαδίσει. Το έλλειμμα ορίζεται μεταξύ 40 και 70%. Προκειμένου η βιο-βασισμένη οικονομία να προσφέρει ασφάλεια, η συνολική ζήτηση υλικών και η αύξηση της κατανάλωσης θα πρέπει να μειωθούν με συντονισμένο, σταδιακό τρόπο.

Αυτό σημαίνει ότι η μείωση της ζήτησης πρέπει να είναι μέρος της διαδικασίας για τη διασφάλιση της οικονομικής ασφάλειας μέσω της βιοοικονομίας. Άρα απαιτείται εστίαση της οικονομικής παραγωγής, κατανάλωσης, υποδομών, υπηρεσιών και τεχνολογιών στην εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών αντί για την εξυπηρέτηση αυθαίρετων στόχων ανάπτυξης. Μελέτες μοντελοποίησης έχουν δείξει ότι η μείωση της ζήτησης για αγαθά, και επομένως η χρήση πόρων και ενέργειας, είναι απολύτως συμβατή με ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης και ευημερίας στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός υποστηρικτών αυτής της διττής προσέγγισης της ανάπτυξης των βιομηχανιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της μείωσης της κατανάλωσης. Ο Luc Bas, διευθυντής του Κέντρου Αξιολόγησης Κλιματικών Κινδύνων Complex του Βελγίου, είναι ένας από αυτούς. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος για πρώτη φορά το 2021 αφιέρωσε ένα κεφάλαιο της έκθεσής της στη μείωση της ζήτησης καθώς και στην εξέταση των κοινωνικών παραγόντων της κλιματικής κρίσης.

Η βιοβασισμένη οικονομία θα είναι ένα από τα βασικά τεχνολογικά θεμέλια μιας ασφαλούς, οικολογικά υγιούς οικονομίας. Ωστόσο, δεν πρέπει να βασίζεται στην ίδια υπόθεση της οικονομίας των ορυκτών, δηλαδή ότι οι φυσικοί πόροι είναι ανεξάντλητοι. Από αυτή την άποψη, η υπερκατανάλωση δεν είναι απλώς θέμα υπέρβασης των οικολογικών ορίων. Ο ανταγωνισμός για πόρους και η μείωση της επάρκειας που προκύπτει, απειλεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια εφοδιασμού στα αγαθά που είναι απαραίτητα για τη ζωή.

Ένας μεγαλύτερος τομέας βιομάζας που στοχεύει σε τελικές χρήσεις βάσει προτεραιότητας και ορθολογική χρήση ενέργειας και υλικών πόρων, θα είναι το κλειδί για την οικονομική ασφάλεια σε έναν κόσμο όπου οι μακροχρόνιοι εμπορικοί δεσμοί είναι αβέβαιοι και οι παραδοσιακές βιομηχανικές πρώτες ύλες ωθούν τον πλανήτη πέρα ​​από τα βιώσιμα όρια.

Με πληροφορίες από worldbiomarketinsights.com

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ RAWMATHUB.GR
rawmathub.gr linkedin newsletter subscription
foolwo rawmathub.gr on Google News
Image

Έγκυρη ενημέρωση για την αξιακή αλυσίδα των raw materials

NEWSLETTER