Σε μια σημαντική ανατροπή, η κυβέρνηση Biden ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια δύο συναντήσεων κεκλεισμένων των θυρών ότι οι διαπραγματευτές των ΗΠΑ θα υποστηρίξουν τη θέσπιση ορίων στην παραγωγή πλαστικών ως μέρος της παγκόσμιας συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για τα πλαστικά (United Nations' global plastics treaty).
Η είδηση αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή στάσης για τις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν προηγουμένως απορρίψει τη θέσπιση ορίων παραγωγής υπέρ μιας προσέγγισης που επικεντρώνεται στην ενίσχυση του ποσοστού ανακύκλωσης και στην ανακύκλωση των πλαστικών αποβλήτων.
Ενώ βιομηχανικοί εταίροι καταδίκασαν την απόφαση ως «εσφαλμένη», περιβαλλοντικές οργανώσεις είπαν ότι θα μπορούσε να επηρεάσει τη δυναμική υπέρ των ορίων παραγωγής πλαστικών σε επόμενο στάδιο των διαπραγματεύσεων. Απομένει μόνο μία συνάντηση μεταξύ των διαπραγματευτών πριν από την οριστικοποίηση της συνθήκης το 2025.
«Αυτό δε θα μπορούσε να είχε έρθει σε καλύτερη στιγμή», δήλωσε η Christina Dixon, επικεφαλής της εκστρατείας για τους ωκεανούς για τη μη κερδοσκοπική υπηρεσία Environmental Investigation Agency. «Η τοποθέτηση των ΗΠΑ, οι οποίες αποτελούν έναν σημαντικό παίκτη, έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή».
Οι διαπραγματεύσεις για μια συνθήκη για τα πλαστικά βρίσκονται σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2022, όταν ο ΟΗΕ κατέληξε σε μια συμφωνία ορόσημο για «τερματισμό της πλαστικής ρύπανσης». Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων διαπραγματευτικών κύκλων που έχουν λάβει χώρα έκτοτε, η πρόοδος ήταν αργή, σε μεγάλο βαθμό λόγω διαφωνιών σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της συνθήκης.
Ένας αποκαλούμενος «συνασπισμός χωρών υψηλών φιλοδοξιών», ο οποίος υποστηρίζεται από πολλούς επιστήμονες και περιβαλλοντικές ομάδες, θεωρεί ότι η συνθήκη πρέπει να αποτρέψει εξαρχής την παραγωγή περισσότερων πλαστικών. Περίπου 460 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι πλαστικών παράγονται παγκοσμίως κάθε χρόνο, κυρίως από ορυκτά καύσιμα, και μόνο το 9% από αυτά ανακυκλώνεται.
Επειδή η παραγωγή, η χρήση και η απόρριψη πλαστικών συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή, οι ειδικοί της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Pacific Environment υποστηρίζουν σθεναρά ότι η συνθήκη πρέπει να μειώσει την παραγωγή πλαστικών κατά 75% έως το 2040, προκειμένου να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
Ο συνασπισμός των χωρών υψηλών φιλοδοξιών υποστηρίζει επίσης συγκεκριμένες απαγορεύσεις ή περιορισμούς για τους πιο προβληματικούς τύπους πλαστικού, κυρίως αυτούς που είναι λιγότερο πιθανό να ανακυκλωθούν, καθώς και για επικίνδυνες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως σε πλαστικά προϊόντα. Ο συνασπισμός περιλαμβάνει τον Καναδά, τη Νορβηγία, το Περού, τη Ρουάντα και το Ηνωμένο Βασίλειο, μαζί με περισσότερες από 60 άλλες χώρες.
Τα κράτη που παράγουν πετρέλαιο όπως η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και η Κίνα, με την υποστήριξη βιομηχανικών ομάδων, αντιτίθενται σε αυτά τα μέτρα. Θέλουν η συνθήκη να αφήσει ανέγγιχτη την παραγωγή και να εστιάσει στη διαχείριση των πλαστικών αποβλήτων. Οι ΗΠΑ συγκαταλέγονταν μεταξύ αυτών των χωρών μέχρι πρόσφατα.
Τώρα, εκτός από την υποστήριξη περιορισμών στην παραγωγή πλαστικών, οι ΗΠΑ λένε ότι θα υποστηρίξουν επίσης τη δημιουργία μιας λίστας προβληματικών πλαστικών και επικίνδυνων χημικών ουσιών.
Επειδή οι ΗΠΑ έχουν μεγάλο βάρος στις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη και επειδή η Βόρεια Αμερική παράγει το ένα πέμπτο των πλαστικών στον κόσμο, η Dixon είπε ότι η νέα θέση του Λευκού Οίκου θα μπορούσε να είναι «ένα ευπρόσδεκτο μήνυμα για τις αναποφάσιστες χώρες», ενθαρρύνοντας τες να ενταχθούν στον συνασπισμό των χωρών που είναι υπέρ των περιορισμών στην παραγωγή.
«Ελπίζω ότι η κίνηση των ΗΠΑ θα απομονώσει περαιτέρω τη μικρή ομάδα χωρών που δεν είναι πρόθυμες να δεσμευτούν στους απαραίτητους δεσμευτικούς κανονισμούς για τα επίπεδα παραγωγής πλαστικών».
Εταίροι από τη βιομηχανία πλαστικών αντέδρασαν λιγότερο ευνοϊκά στα νέα. Ο Chris Jahn, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του American Chemistry Council, μιας εμπορικής ένωσης πλαστικών και πετροχημικών, είπε ότι οι ΗΠΑ «υποχώρησαν στις πιέσεις ακραίων ΜΚΟ». Περιέγραψε τη νέα θέση του Λευκού Οίκου ως προδοσία των παραγωγών πλαστικού στις ΗΠΑ, η οποία θα μειώσει τις θέσεις εργασίας και θα προκαλέσει αύξηση του κόστους των αγαθών παγκοσμίως.
«Εάν η κυβέρνηση Biden θέλει να επιτύχει τους στόχους της για την αειφόρο ανάπτυξη και το κλίμα, ο κόσμος θα πρέπει να βασίζεται στο πλαστικό περισσότερο, όχι λιγότερο», είπε, αναφέροντας τη χρησιμότητα των πλαστικών σε υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στην ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και στη μείωση της σπατάλης τροφίμων.
Σχεδόν τη 40% της παγκόσμιας παραγωγής πλαστικού αφορά σε είδη μίας χρήσης όπως συσκευασίες και προϊόντα υπηρεσιών εστίασης.
Ο Matt Seaholm, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Plastics Industry Association, μοιράστηκε παρόμοια συναισθήματα με τον Jahn. Σε σχετική δήλωση, είπε ότι ο Λευκός Οίκος «γύρισε την πλάτη του στους Αμερικανούς των οποίων τα προς το ζην εξαρτώνται από τη βιομηχανία μας».
Πρόσθεσε ότι η ανατροπή στη στάση των ΗΠΑ θα υπονόμευε την επιρροή τους στις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη, «καθώς άλλες χώρες γνωρίζουν ότι αυτή η ακραία θέση δε θα λάβει υποστήριξη από τη Γερουσία των ΗΠΑ». Η Γερουσία πρέπει να εγκρίνει τις συνθήκες πριν επικυρωθούν σε εθνικό επίπεδο.
Παρά την οργή του κλάδου, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι φιλόδοξες πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης των πλαστικών είναι ευρέως δημοφιλείς στο κοινό. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση National Resources Defense Council, σχεδόν το 90% των Αμερικανών υποστηρίζει τα μέτρα για τη μείωση της παραγωγής πλαστικών. Το 83% υποστηρίζει συγκεκριμένα όρια παραγωγής πλαστικών ως μέρος μιας διεθνούς συνθήκης, και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό υποστηρίζει διατάξεις της συνθήκης για την εξάλειψη των «περιττών και αποτρεπτέων πλαστικών προϊόντων» και των τοξικών χημικών.
Η μείωση της παραγωγής πλαστικών είναι «αυτό που θέλει ο αμερικανικός λαός», δήλωσε η Anja Brandon, διευθύντρια της πολιτικής πλαστικών για τις ΗΠΑ για τη μη κερδοσκοπική οργάνωση Ocean Conservancy. Επικαλέστηκε πρόσφατη δημοσκόπηση από την οργάνωση της, η οποία καταδεικνύει ότι το 78% των Αμερικανών πιστεύει ότι η πλαστική ρύπανση που συνδέεται με τους ωκεανούς είναι ένα «πιεστικό πρόβλημα».
Η Brandon και άλλοι υποστηρικτές του περιβάλλοντος λένε τώρα ότι είναι ανυπόμονοι να δουν πώς η νέα θέση των ΗΠΑ θα μεταφραστεί σε υπεράσπιση των θέσεων τους κατά τη διάρκεια του τελικού γύρου διαπραγματεύσεων για τη συνθήκη για τα πλαστικά, η οποία είναι προγραμματισμένη να ξεκινήσει στα τέλη Νοεμβρίου στο Busan της Νότιας Κορέας. Ζητούν από τις ΗΠΑ να υπογράψουν τη διακήρυξη «Bridge to Busan», η οποία δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Απρίλιο και αποτελεί πρωτοβουλία μίας ομάδας, η οποία ζητά από τους διαπραγματευτές να «δεσμευτούν να επιτύχουν βιώσιμα επίπεδα παραγωγής πρωτογενών πλαστικών», ενδεχομένως μέσω «παγώματος της παραγωγής σε καθορισμένα επίπεδα, μειώσεων παραγωγής έναντι συμφωνημένων επιπέδων αναφοράς ή άλλων συμφωνημένων περιορισμών».
«Είμαι μετρίως αισιόδοξη», δήλωσε η Julie Teel Simmonds, δικηγόρος του μη κερδοσκοπικού Center for Biological Diversity. «Ανυπομονώ να δω τους εκπροσώπους των ΗΠΑ να αγωνίζονται για αυτές τις θέσεις στις επόμενες διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη για τα πλαστικά στη Νότια Κορέα».
Με πληροφορίες από grist.org