Απασχολώντας 30 εκατομμύρια ανθρώπους και αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 80% των εξαγωγών της ΕΕ, ο βιομηχανικός τομέας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της οικονομίας της EE. Όμως η ευρωπαϊκή βιομηχανία αντιμετωπίζει θεμελιώδεις προκλήσεις. Η βιομηχανική παραγωγή της ΕΕ τροφοδοτήθηκε από φθηνές εισαγωγές ενέργειας, οι οποίες δεν είναι πλέον διαθέσιμες. Τώρα, η αποστολή της ΕΕ για απαλλαγή από τον άνθρακα, βασίζεται επίσης σε εισαγόμενες τεχνολογίες.
Η διατήρηση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας είναι ένα πιεστικό ζήτημα για την Ursula von der Leyen καθώς ξεκινά τη δεύτερη θητεία της ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η πρόεδρος υποσχέθηκε να υποβάλει μια νέα Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία (Clean Industrial Deal) τις πρώτες εκατό ημέρες της νέας της θητείας με στόχο τη «διοχέτευση επενδύσεων σε υποδομές και βιομηχανία, ιδίως σε τομείς έντασης ενέργειας». Ωστόσο, οι προκλήσεις του ενεργειακού εφοδιασμού και τα γεωπολιτικά εμπόδια κινδυνεύουν να υπονομεύσουν τα σχέδια για την αποκατάσταση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.
Οι ρίζες της Ευρωπαϊκής βιομηχανικής κρίσης
Η κατάσταση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι διαφοροποιημένη, αλλά οι τάσεις είναι όλο και πιο ανησυχητικές.
Το μερίδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο βιομηχανικό τομέα, μετρούμενο ως ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, μειώθηκε από 21% το 2000 σε 14,5% το 2021, σε επίπεδα παρόμοια με των ΗΠΑ. Η μεταποίηση εξακολουθεί να αποτελεί το 15% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της ΕΕ. Ωστόσο, εν μέσω των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 και της ενεργειακής κρίσης του 2022, ο βιομηχανικός τομέας της ΕΕ έχει χάσει 850.000 θέσεις εργασίας από το 2019.
Οι ειδικοί αμφισβητούν την ετοιμότητα της ΕΕ για ολοένα και πιο στρατηγικές βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως η άμυνα, οι τεχνολογίες καθαρής ενέργειας και τα microchips. Επιπλέον, η εξάρτηση της ΕΕ από την εισαγόμενη ενέργεια και τεχνολογίες, κάνει τον βιομηχανικό της τομέα ευάλωτο. Αυτή η ευπάθεια αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς το Κρεμλίνο εκμεταλλεύτηκε την εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία όσον αφορά στις εισαγωγές φυσικού αερίου, με τη Ρωσία να προμηθεύει το 43% των συνολικών αναγκών της ΕΕ μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Αντίθετα, οι βιομηχανικοί ανταγωνιστές της ΕΕ επωφελούνται από φθηνότερη ενέργεια. Οι ΗΠΑ διαθέτουν άφθονο πετρέλαιο και φυσικό αέριο, τα οποία πλέον παράγουν σε ποσότητες - ρεκόρ, μία τάση που μάλλον θα συνεχιστεί και θα ενισχυθεί από την κυβέρνηση Trump. ενώ παράλληλα αναπτύσσουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με φρενήρεις ρυθμούς. Η Κίνα συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον εγχώρια παραγόμενο άνθρακα, ενώ παρατηρείται και αύξηση των εισαγωγών του ρωσικού πετρελαίου με πλαφόν στις τιμές αγοράς.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν διπλάσιες από αυτές που ίσχυαν στην Κίνα και στις ΗΠΑ το 2023, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο για την Ευρώπη να παραμείνει ανταγωνιστική λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους παραγωγής. Πολύπλοκα ρυθμιστικά πλαίσια, χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης, ακριβό εργατικό δυναμικό και περιορισμένη καινοτομία, αποδυναμώνουν επίσης την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ.
Πώς μπορεί να βοηθήσει το Clean Industrial Deal
Το διακύβευμα είναι υψηλό για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Η Ευρώπη είναι προορατική για την αντιμετώπιση των τρωτών σημείων της στον ενεργειακό εφοδιασμό, αναπτύσσοντας σημαντικές πρωτοβουλίες όπως ο νόμος Net Zero Industry Act και ο νόμος περί κρίσιμων πρώτων υλών. Τώρα, το Clean Industrial Deal παρέχει την ευκαιρία να αντιμετωπιστούν βασικές προκλήσεις ανταγωνιστικότητας που σχετίζονται με την ενέργεια.
Πρώτον, η πρόταση πρέπει να αντιμετωπίσει τα τρωτά σημεία στην εφοδιαστική αλυσίδα ενέργειας. Αυτό ξεκινά με τη διαφοροποίηση της προμήθειας κρίσιμων πρώτων υλών που απαιτούνται για την εγχώρια παραγωγή καθαρής ενέργειας, για πολλές από τις οποίες η Ευρώπη εξαρτάται από την Κίνα.
Παρά τη χαμηλή δημόσια υποστήριξη για τέτοια έργα, οι εφοδιαστικές αλυσίδες που μειώνουν τον κίνδυνο επάρκειας του εφοδιασμού, θα πρέπει να περιλαμβάνουν εγχώρια εξόρυξη και επεξεργασία, κάτι που μπορεί να συμβεί σε Γερμανία, Τσεχική Δημοκρατία, και Σουηδία, καθώς και σε ένα ακόμα αμφιλεγόμενο εξορυκτικό έργο στην υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ, Σερβία.
Όμως η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι πλήρως αυτάρκης σε κρίσιμες πρώτες ύλες και πρέπει επίσης να ενισχύσει τις συνεργασίες της σε επίπεδο εφοδιαστικής αλυσίδας με τις ΗΠΑ και τους εταίρους στον Παγκόσμιο Νότο. Ωστόσο, οι χρόνοι παράδοσης που απαιτούνται για την προμήθεια επαρκών κρίσιμων πρώτων υλών από έργα στο εσωτερικό ή από εξωτερικούς εταίρους, είναι σημαντικοί. Προς το παρόν, η πλειονότητα της ζήτησης της ΕΕ πιθανότατα θα συνεχίσει να καλύπτεται από εισαγωγές από την Κίνα.
Επιπλέον, η βιομηχανική μετάβαση της Ευρώπης απαιτεί εξηλεκτρισμό για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και κατά συνέπεια του κόστους. Για να γίνει αυτό, η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει τη ραχοκοκαλιά του ενεργειακού της συστήματος, το ηλεκτρικό δίκτυο. Αυτό απαιτεί επενδύσεις, επιταχυνόμενες διαδικασίες αδειοδότησης και ένα δυναμικό ρυθμιστικό πλαίσιο που μπορεί να μειώσει την αβεβαιότητα για τους ιδιοκτήτες δικτύων μεταφοράς ενέργειας, τους επενδυτές και τους φορείς εκμετάλλευσης.
Όπως τόνισε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Enrico Letta σε σχετική έκθεση που εκδόθηκε την άνοιξη του 2024, ο εσωτερικός κατακερματισμός της ΕΕ αποτελεί επίσης απειλή για τη βιομηχανική απόδοση. Η εναρμόνιση των κανονισμών στα κράτη - μέλη και η οριστικοποίηση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, είναι κρίσιμα βήματα για τη δημιουργία ενός πιο προβλέψιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την προώθηση των επενδύσεων και την ενθάρρυνση της καινοτομίας. Οι συντονισμένες δημόσιες δαπάνες σε επίπεδο ΕΕ, ιδίως σε έργα μεγάλης κλίμακας, όπως οι διασυνοριακές ενεργειακές υποδομές, είναι ουσιαστικής σημασίας.
Η ενίσχυση των υφιστάμενων στρατηγικών εταιρικών σχέσεων με τρίτες χώρες θα πρέπει επίσης να είναι θεμελιώδης για τα βιομηχανικά σχέδια της ΕΕ. Αυτό περιλαμβάνει συνεργασία για την προστασία της ενεργειακής υποδομής από φυσικές και ψηφιακές απειλές, την εξασφάλιση πρόσβασης σε κρίσιμες πρώτες ύλες και τον συντονισμό των προσπαθειών για το κλίμα σε πολυμερές επίπεδο.
Ποιοι είναι οι πιθανοί κίνδυνοι;
Η γεωπολιτική της ενέργειας θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σχεδίου βιομηχανικής αναβίωσης της ΕΕ.
Από τη μία πλευρά, η προσέγγιση της ΕΕ για τη διαχείριση της εξάρτησης της από την Κίνα, όσον αφορά στις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, πρέπει να αξιολογήσει το κόστος και τα οφέλη της διαδικασίας μείωσης του εφοδιαστικού κινδύνου. Οι φιλοδοξίες της Ευρώπης να επεκτείνει τον τομέα της παραγωγής καθαρής ενέργειας, θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτύχουν.
Εάν η Ευρώπη σημειώσει πρόοδο στην ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής τεχνολογιών καθαρής ενέργειας, θα χρειάζεται σταδιακά λιγότερες τεχνολογίες από την Κίνα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει την Κίνα στη διακοπή των προμηθειών ή στην αύξηση των τιμών για τις εξαγωγές που προορίζονται για την ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, η Κίνα θα μπορούσε να αποδυναμώσει την οικονομική ικανότητα της Ευρώπης για επενδύσεις στον βιομηχανικό της τομέα, διατηρώντας την Ευρώπη εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Ο περιορισμός εξαγωγών της Κίνας το 2023 για το γάλλιο και το γερμάνιο μπορεί να αποτελεί ένδειξη ανάλογου κινδύνου.
Συχνά παραβλέπεται ότι οι εξαγωγές της ΕΕ προς την Κίνα έχουν αυξηθεί περισσότερο από επτά φορές τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και η Κίνα είναι η τρίτη μεγαλύτερη εξωτερική αγορά της ΕΕ, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ένας εμπορικός πόλεμος θα ήταν επιζήμιος και για τις δύο πλευρές.
Από την άλλη πλευρά, το Clean Industrial Deal έρχεται καθώς ολοκληρώθηκαν οι εκλογές στις ΗΠΑ, εγείροντας ανησυχίες για το εάν η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν μια βιομηχανική εταιρική σχέση σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας ή δυνητικά θα κινηθούν προς τον ανταγωνισμό. Η διατλαντική εταιρική σχέση διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ικανότητα της ΕΕ να σταθεροποιεί την έκθεση της σε βασικά ενεργειακά προϊόντα, όπως αποδεικνύεται από τις αυξημένες εισαγωγές LNG της Ευρώπης από τις ΗΠΑ από το 2022.
Για τις ΗΠΑ, αυτή η συνεργασία είναι επίσης πολύ ωφέλιμη, όχι μόνο για την ενίσχυση των εξαγωγών LNG, κρίσιμων πρώτων υλών και τεχνολογίας πυρηνικής ενέργειας, αλλά και για την εξεύρεση συνεργειών στην έρευνα και την ανάπτυξη και για την ενίσχυση της γεωπολιτικής σταθερότητας. Ωστόσο, πιθανοί εμπορικοί φραγμοί, όπως ο μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM) της ΕΕ, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός εμπορικού πολέμου. Το μέλλον αυτής της εταιρικής σχέσης θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας και ασφάλειας.
Με πληροφορίες από atlanticcouncil.org