Ο κόσμος θα φαινόταν πολύ διαφορετικός χωρίς χάλυβα. Σιδηρόδρομοι, γέφυρες, ποδήλατα, αυτοκίνητα, πλυντήρια ρούχων ή ψυγεία, απλά δε θα υπήρχαν και ο προηγμένος ιατρικός εξοπλισμός και τα μηχανικά εργαλεία θα ήταν σχεδόν αδύνατο να κατασκευαστούν. Παρόλο που ο χάλυβας είναι απαραίτητος για την κυκλική οικονομία, ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και κάποιες ΜΚΟ συνεχίζουν να τον βλέπουν ως πρόβλημα και όχι ως λύση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση Χάλυβα (EUROFER), η οποία αντιπροσωπεύει σχεδόν το σύνολο της βιομηχανίας χάλυβα στην Ευρώπη, έχει δεσμευτεί να το αλλάξει αυτό και ζητά την υποστήριξη της ΕΕ για την υλοποίηση 60 μεγάλων έργων παραγωγής χάλυβα χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε όλη την ήπειρο έως το 2030. «Ας επιστρέψουμε στα βασικά: ο χάλυβας είναι εγγενώς κυκλικός, 100% επαναχρησιμοποιούμενος, ατελείωτα. Είναι το πιο ανακυκλωμένο υλικό στον κόσμο με 950 εκατ. τόνους CO2 να εξοικονομούνται κάθε χρόνο. Στην ΕΕ έχουμε εκτιμώμενο ποσοστό ανακύκλωσης 88%», εξηγεί ο Axel Eggert, γενικός διευθυντής της EUROFER.
Προϊόντα χάλυβα με τεχνολογία αιχμής αναπτύσσονται συνεχώς. «Υπάρχουν περισσότεροι από 3.500 τύποι χάλυβα και πάνω από το 75% αυτών -ελαφρύτεροι, με καλύτερη απόδοση και πιο «πράσινοι»- έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι αν ο Πύργος του Άιφελ χτιζόταν σήμερα, θα χρειαζόμασταν μόνο τα δύο τρίτα του χάλυβα που χρησιμοποιήθηκε εκείνη την εποχή», επισημαίνει ο Eggert.
Τα έργα που προτείνει η EUROFER θα μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα κατά περισσότερους από 80 εκατ. τόνους τα επόμενα οκτώ χρόνια. Αυτό ισοδυναμεί με περισσότερο από το 35% των σημερινών εκπομπών και αποτελεί μείωση της τάξης του 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Η ουδετερότητα ως προς τις εκπομπές άνθρακα έχει χρονοδιάγραμμα υλοποίησης μέχρι το 2050.
Η συνεχής καινοτομία στη χαλυβουργία επιτρέπει επίσης σε προϊόντα σε άλλους τομείς -όπως η αυτοκινητοβιομηχανία ή η ενέργεια- να είναι πιο αποδοτικά, μειώνοντας το αποτύπωμα άνθρακα κατά έξι φορές κατά μέσο όρο. Η κλιματική αλλαγή και η μείωση των εκπομπών CO2 βρίσκονται στην ατζέντα των Ευρωπαίων παραγωγών χάλυβα εδώ και λίγο καιρό. Την τελευταία δεκαετία, υπήρξε μια αποφασιστική ώθηση στην έρευνα και ανάπτυξη σε πρωτοποριακές τεχνολογίες που είτε θα μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα ή θα αντικαταστήσουν τα υλικά και τις πηγές ενέργειας με βάση τον άνθρακα με ανανεώσιμες πηγές.
Παρόλα αυτά, η EUROFER πιστεύει ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές, ιδίως η ταχύτερη πρόσβαση στο υδρογόνο και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και η χρηματοδότηση για καινοτομία και ενισχυμένη προστασία από τη διαρροή άνθρακα, υστερούν. Σύμφωνα με τον Eggert, απαιτείται τεράστια προσπάθεια για την απεξάρτηση του χάλυβα από τον άνθρακα. «Οι τρέχουσες διαδικασίες παραγωγής έχουν βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου, αλλά έχουν φτάσει πλέον στα θερμοδυναμικά τους όρια».
Η εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών που θα επιτρέψουν τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε πράσινες εναλλακτικές, θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη επανάσταση στη χαλυβουργία από τη γέννηση της βιομηχανίας. Επί του παρόντος, υπάρχουν τέσσερις πολλά υποσχόμενες τεχνολογικές οδοί για να επιτευχθεί αυτό, όπως προσδιορίζεται στην έκθεση της ΕΕ Κλιματικά ουδέτερη Χαλυβουργία στην Ευρώπη.
Πρώτον, η βελτιστοποιημένη διαδικασία υψικάμινου, η οποία μειώνει τις εκπομπές άνθρακα μέσω σύλληψης, αποθήκευσης και χρήσης του διοξειδίου του άνθρακα. Η επόμενη μέθοδος είναι η άμεση αναγωγή του σιδηρομεταλλεύματος, χρησιμοποιώντας φυσικό αέριο ή υδρογόνο αντί για άνθρακα. Η τρίτη διαδρομή βασίζεται στην αναγωγή κατά την τήξη, η οποία επιτρέπει τη μετατροπή του σιδηρομεταλλεύματος απευθείας σε χάλυβα. Τέλος, η οδός της ηλεκτρόλυσης, η οποία βρίσκεται, σε αυτό το στάδιο, σε χαμηλότερο επίπεδο τεχνολογικής ετοιμότητας.
Το scrap χάλυβα θα διαδραματίσει επίσης σημαντικό ρόλο, ήδη σήμερα το 43% της παραγωγής χάλυβα στην ΕΕ προέρχεται από ανακυκλωμένο χάλυβα που κατασκευάζεται σε φούρνους με ηλεκτρική ενέργεια. Ωστόσο, εκατομμύρια τόνοι εξάγονται σήμερα από την ΕΕ σε χώρες με χαμηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα. «Δεν υπάρχει καμία επικρατούσα ή καλύτερη τεχνολογία. Αντίθετα, όλες οι παραπάνω μπορούν να συνδυαστούν με πολλούς τρόπους. Η εγκαθίδρυση τους θα εξαρτηθεί από τις τοπικές συνθήκες, όπως η πρόσβαση και η διαθεσιμότητα ενέργειας και πόρων με ανταγωνιστικό κόστος και η ύπαρξη υποδομής αποθήκευσης ενέργειας και άνθρακα», λέει ο Eggert.
Εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι οι πολιτικές της ΕΕ. «Οι εκτιμώμενες χρηματοδοτικές ανάγκες για την υλοποίηση των 60 έργων χαμηλών εκπομπών άνθρακα έως το 2030 ανέρχονται σε 85 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 31 δισ. ευρώ θα είναι επενδύσεις κεφαλαίου και τα 54 δισ. ευρώ για λειτουργικές δαπάνες. Όσον αφορά την ενέργεια, θα χρειαστούμε περισσότερες από 150 TWh «καθαρής» ηλεκτρικής ενέργειας, το ήμισυ της οποίας χρειάζεται για την παραγωγή υδρογόνου. Αυτή η ποσότητα είναι διπλάσια από την ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του Βελγίου».
Αρκετά έργα χάλυβα χαμηλών εκπομπών άνθρακα αρχικά προέβλεπαν την αντικατάσταση του άνθρακα με φυσικό αέριο εν αναμονή της μεγάλης κλίμακας διαθεσιμότητας υδρογόνου, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχει θέσει σε κίνδυνο τον πιθανό ρόλο του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου. «Τώρα η βιομηχανία χάλυβα θα χρειαστεί περισσότερο υδρογόνο από την πρώτη μέρα, αλλά πώς θα μεταπηδήσουμε μαζικά από άνθρακα και φυσικό αέριο σε πράσινο υδρογόνο μέσα στα επόμενα χρόνια χωρίς ουσιαστικά καμία διαθέσιμη υποδομή;», ρωτά ο Eggert.
Μέχρι στιγμής, οι ερωτήσεις του δεν έχουν απαντηθεί από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ΕΕ, όπως και οι ανησυχίες του σχετικά με την άνοδο των τιμών της ενέργειας και του άνθρακα, όπως επίσης και της έλλειψης πρώτων υλών, που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες. «Η ενισχυμένη προστασία από διαρροή άνθρακα, η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή πράσινη ενέργεια και η ταχύτερη χρηματοδότηση είναι βασικά στοιχεία για να καταστήσουν τις πολιτικές σε επίπεδο ΕΕ και κρατών-μελών πραγματικά κατάλληλες για μια επιτυχημένη απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα σε βιομηχανική κλίμακα».
Κατά την άποψη της EUROFER, το κύριο εργαλείο χρηματοδότησης του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ (ETS), το Ταμείο Καινοτομίας, έχει αποδειχθεί ανεπαρκές. Το ταμείο δέχτηκε πολλές αιτήσεις με συνολικό προϋπολογισμό δεκαπλάσιο από τον διαθέσιμο. Ως αποτέλεσμα, ο Eggert ζητά μεταβατικές δωρεάν επιδοτήσεις για να ενισχυθούν οι νέες επενδύσεις σε πρωτοποριακές τεχνολογίες, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, κατά το στάδιο της εισαγωγής τους σε βιομηχανική κλίμακα.
«Τα ορόσημα της διαδικασίας πρέπει να αντικατοπτρίζουν το σταδιακό μετασχηματισμό του κλάδου και να διασφαλίζουν μεγαλύτερη μεταβατική περίοδο για να επιτρέψουν στις εταιρείες χάλυβα να εξορθολογίσουν τους οικονομικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την ανάπτυξη έργων χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Η αναμονή επενδύσεων κεφαλαίου ύψους 30 δισ. ευρώ σε μόλις οκτώ χρόνια και ταυτόχρονα η κατάργηση των επιδοτήσεων δε θα στηρίξει επενδυτικές αποφάσεις υπέρ της Ευρώπης. Ο στόχος πρέπει να είναι η αφαίρεση των εκπομπών και όχι η επενδυτική ικανότητα των εταιρειών», καταλήγει ο Eggert.
Μένει να δούμε εάν η ΕΕ είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις φιλοδοξίες της χαλυβουργίας για το κλίμα.
Με πληροφορίες από euronews.com